Νέα γραμμή δράσης αναλαμβάνει η Ελλάδα, απέναντι στην Τουρκία, επιδεικνύοντας διάθεση και βούληση να εξαντλήσει τα διπλωματικά εργαλεία και αποφεύγοντας ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στρατιωτικοποίηση και όξυνση της κατάστασης που η Άγκυρα έχει δημιουργήσει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η απόφαση της Ελλάδας να ζητήσει, 24 ώρες μετά την εισβολή στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, του τουρκικού ερευνητικού Oruc Reis και του στολίσκου των 7 πλοίων που το συνοδεύουν, η Αθήνα ανακοινώνει ότι θα αιτηθεί την κατεπείγουσα σύγκληση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, που αποτελεί προοίμιο για την πραγματοποίηση έκτακτης Συνόδου Κορυφής, με μοναδικό θέμα την τουρκική προκλητικότητα και τις ευρωτουρκικές σχέσεις, μέσα απ αυτό το πρίσμα.
Κεντρικός άξονας της ελληνικής στρατηγικής, όπως αυτός αναδεικνύεται από τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει και τις δράσεις που αποφεύγει, καθώς οι τουρκικές προκλήσεις κλιμακώνονται, φαίνεται ότι είναι η αποφυγή διολίσθησης στο “γλιστερό” δρόμο αντιπαράθεσης που έχει επιλέξει η Άγκυρα. Η Αθήνα, πασχίζει να αποφύγει ένταση που θα οδηγούσε σε διεθνή παρέμβαση και θα είχε ως αποτέλεσμα ad hoc και υπό πίεση διαπραγματεύσεις, σε διμερές επίπεδο ή υπό διεθνή διαιτητικά όργανα, χωρίς την απαραίτητη προεργασία σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο.
Κατά τα φαινόμενα, η Αθήνα επιχειρεί να παγιδεύσει την Άγκυρα στην στρατηγική έντασης που δημιουργεί σε περιοχές του Αιγαίου και να χρησιμοποιήσει την “αυτοπεποίθηση” που επιχειρεί να εκπέμψει η Τουρκία ως δόκανο για την απαξίωσή της. Την απόφαση αυτή έλαβε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά από εισήγηση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, χωρίς όμως των εκ νέου σύγκληση του ΚΥΣΕΑ και πριν ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς. Η πρωτοβουλία, αυτή, όμως, μπορεί να ήταν προαποφασισμένη και τώρα να απαιτήθηκε η επικαιροποίηση του πλαισίου, καθώς ήταν από τις στοιχειώδεις διπλωματικές ενέργειες σε τέτοιες περιστάσεις.
Η προώθηση αυτής της στρατηγικής, αν και φαίνεται λογική και επιτεύξιμη σε διπλωματικό επίπεδο, εν τούτοις δεν είναι σίγουρο ότι θα αποφέρει καρπούς σε πολιτικό και στρατηγικό, από τη στιγμή που η ΕΕ, δεν θέλει να ανοίξει ευρύτερα μέτωπα, που θα περιλάμβαναν το προσφυγικό και την τελωνειακή ένωση με την Τουρκία. Επίσης, προβληματισμό δημιουργεί και η ρητορική που μέχρι τώρα έχουν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν ΗΠΑ και Γερμανία.