Σε “αρένα” για ελληνοτουρκικά αναδεικνύονται τα ευρωπαϊκά και περισσότερο τα γερμανικά μέσα, με μπαράζ δημοσιευμάτων σκιαγραφούν το πλαίσιο της αντιπαράθεσης, το πεδίο και τις ιδιαιτερότητες, καθώς αμφότερες οι κυβερνήσεις επιχειρούν να καλλιεργήσουν το έδαφος στη γερμανική κοινή γνώμη και να επηρεάσουν ποικιλοτρόπως τη γερμανική κυβέρνηση, διαμορφώνοντας ή έστω σμιλεύοντας την κρατούσα άποψη.
Τα media, λοιπόν, αποτελούν το πλέον πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη, από όλες τις πλευρές, στρατηγικών επηρεασμού της κοινής γνώμης και οικοδόμησης πρόσβασης στις δεξαμενές σκέψεις και τους κύκλους λήψης αποφάσεων. Ήδη δημοσιεύματα από τη Bild, τη Süddeutsche Zeitung και τους FT, έχουν αποτυπώσει αρκετά από τα επιχειρήματα των αντιμαχόμενων προσεγγίσεων και τις στρατηγικές επιδιώξεις των πλευρών. Τώρα, το ακόμη πιο έγκυρο και με μεγαλύτερη επιρροή Spiegel, εστιάζει στην προσωπικότητα του Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο χαρακτηρίζει στον τίτλο του “αλαζονικό ηγέτη”, τη βασική θεώρηση πίσω από τις επιλογές του, στηλιτεύοντας παράλληλα πτυχές του χαρακτήρα του Τούρκου προέδρου, ως υπερφίαλες και μαξιμαλιστικές. Όπως η SZ εστίαζε στις ελληνικές θέσεις.
Από τα μέχρι στιγμής δημοσιεύματα προκύπτει ότι η αντιπαράθεση διεξάγεται μεταξύ των ελληνικών θέσεων και του ιδιάζοντος χαρακτήρα του Ταγίπ Ερντογάν. Εμμέσως πλην σαφώς, δηλαδή, οι αξιώσεις πηγάζουν από τον εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό και τις εγωιστικές αγκυλώσεις των ηγετών της.
Όπως αναφέρει στην ελληνική έκδοση η Deutsche Welle (το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Γερμανίας), η ανάλυση που δημοσιεύει το Der Spiegel, εστιάζει στη νέα φάση της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής του Ταγίπ Ερντογάν.
Παίρνει αφορμή από την «πομπώδη» μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και την μουσουλμανική προσευχή την ημέρα της επετείου της υπογραφής της συνθήκης της Λωζάνης, για να δείξει ο Ερντογάν ότι «η κληρονομιά του Ατατούρκ έχει ξεπεραστεί» και ότι ο ίδιος «δεν αναγνωρίζει πλέον τα υπάρχοντα σύνορα». Δεύτερη αφορμή οι προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το Καστελόριζο, «όπου μόνο μετά την παρέμβαση Μέρκελ, σύμφωνα με ΜΜΕ, απεφεύχθη μια ένοπλη σύρραξη». Σε αυτά προστίθενται η στάση της Τουρκίας στο συριακό και το λιβυκό μέτωπο.
Στο δημοσίευμα, όμως, δεν αναφέρεται το στρατηγικό πλεονέκτημα της Τουρκία;: Η κοινότητα των 3,5 εκατομμυρίων Τούρκων που ζουν και εργάζονται στη Γερμανία και οι οποίοι αποτελούν πολιτικό ακροατήριο. Βέβαια, υπάρχουν και δικλείδες ασφαλείας, στο βαθμό επιρροής της Άγκυρας, οι οποίες έγιναν αισθητές μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία, όταν ο Ταγίπ Ερντογάν επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τη MIT, ως μακρύ χέρι, για να καθυποτάξει τους αντιδρονούντες και να στείλει μηνύματα. Τώρα, το Βερολίνο γνωρίζει πολύ περισσότερα για τα πρόσωπα, τα εργαλεία και τις διαδρομές του χρήματος.
Οι συνθήκες, φαίνεται να ευνοούν την τροχοδρόμηση λύσης τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαθέτει ισχυρή πλειοψηφία και εν γένει συμπαγή υποστήριξη στο κόμμα του, ενώ θετικά διακείμενη προς αυτή την κατεύθυνση εμφανίζεται και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, υπό τον Αλέξη Τσίπρα.
Στην Κύπρο, ο πρόεδρος Αναστασιάδης είναι επίσης στην τελευταία του θητεία και διαθέτει ακόμα ικανό πολιτικό κεφάλαιο στο εσωτερικό, γεγονός που του επιτρέπει να αναλάβει κόστη. Οι κοινωνίες, όμως, δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμες για να αποδεχθούν λύσεις, ούτε τετελεσμένα και αυτός είναι ο βασικός παράγοντας του προβλήματος, για τους πολιτικούς, οι οποίοι καλούνται μέσα από ένα συνολικό πλάνο διαχείρισης να περιορίσουν τις αντιδράσεις, να διαμορφώνουν οδούς εκτόνωσης της έντασης και να διατηρήσουν λειτουργικούς, μεταξύ τους, διαύλους επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η οποία θα έχει εντάσεις, υφέσεις και αντιξοότητες.
Η ανάλυση εστιάζει στην πρόσληψη του νέο-οθωμανισμού από τον Ερντογάν, ξεκινώντας με μια αναφορά στον θεωρητικό θεμελιωτή του, τον πρώην πρωθυπουργό, υπΕξ και σύμβουλο του Ερντογάν Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος το 2001 δημοσίευσε το βιβλίο «Στρατηγικό Βάθος», στο οποίο εξέθετε τις απόψεις του για τη νέα τουρκική εξωτερική πολιτική.
«Ο Νταβούτογλου οραματίστηκε την Τουρκία στο πλαίσιο της οθωμανικής παράδοσης ως ηγέτιδα από τη Βόρεια Αφρική ως τα Βαλκάνια. Αυτή η θέση έγινε δεκτή από τον νέο τότε ισλαμιστή πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν»,
αναφέρει το Spiegel, συμπληρώνοντας όμως ότι οι στενές σχέσεις των δύο ανδρών ανήκουν πλέον στο παρελθόν.
«Ο Νταβούτογλου εγκατέλειψε το κυβερνών κόμμα AKP πέρυσι και ίδρυσε δικό του. Ωστόσο, το δόγμα του, ο νεο-οθωμανισμός, εφαρμόζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ». Σε τι διαφέρει όμως το αρχικό δόγμα Νταβούτογλου από τη νέα προσέγγιση Ερντογάν;
Η αναφορά του Spiegel στον Νταβούτογλου και τις σχέσεις με τον Ταγίπ Ερντογάν, δεν είναι μόνο ιστορική, ούτε πραγματολογική, αλλά παρουσιάζει μια δυναμική συσχετισμού δυνάμεων στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας, η οποία αφορά και την ελληνική πλευρά, η οποία τίθεται ενώπιον του διλήμματος της επίλυσης του προβλήματος ή της συντήρησής του, υπό τη σκιά της αβεβαιότητας που δημιουργεί ο χαρακτήρας του Ερντογάν και η εσωτερική πολιτική αμφισβήτηση που αντιμετωπίζει, και μάλιστα από τα… δεξιά.
Το Spiegel παρατηρεί:
«Ο ιμπεριαλισμός του Νταβούτογλου είχε κυρίως θρησκευτικά κίνητρα. Ήθελε να καθιερώσει την Τουρκία ως ηγέτιδα των σουνιτών, έργο που απέτυχε άδοξα στα χρόνια που ακολούθησαν την Αραβική Άνοιξη. Ο Ερντογάν είναι επίσης ισλαμιστής. Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για τον ίδιο είναι η διεθνής παρουσία. Η ιδεολογία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ο τουρκικός νεο-οθωμανισμός του 2020 είναι επομένως διαφορετικός από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΑΚΡ: πιο ρεαλιστικός, δεν κάνει διακρίσεις, είναι πιο απρόβλεπτος. Ο Ερντογάν κάνει ό,τι και ο Πούτιν. Πηγαίνει οπουδήποτε προκύπτει ευκαιρία: σχεδιάζει στρατιωτικές βάσεις στη Βόρεια Αφρική, χτίζει τζαμιά στα Βαλκάνια, καταλαμβάνει τμήματα της Συρίας. Η Άγκυρα εκμεταλλεύεται το κενό που δημιουργείται από την αποχώρηση των ΗΠΑ από την παγκόσμια πολιτική».
Η ανάλυση κλείνει με αναφορά στη στάση της Ευρώπης:
«Ακόμη και μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι δεν βρήκαν τρόπο να αντιμετωπίσουν σωστά τον ταραχοποιό από την Άγκυρα. Οι στενοί οικονομικοί δεσμοί με την Τουρκία θα τους παρείχαν μέσα για να σταματήσουν τον Ερντογάν. Στην ανάγκη η ΕΕ και η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στην Τουρκία μέσω οικονομικών κυρώσεων. Αντ ‘αυτού, παρακολουθούν τις εξελίξεις με ένα μείγμα αδυναμίας και νευρικότητας, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος ενισχύει την επιρροή του – και συνεχίζει να αποσταθεροποιεί την περιοχή».
Η κατακλείδα αυτή, είναι προφανές ότι απηχεί συγκεκριμένες θέσεις και απόψεις, οι οποίες όμως -όπως αναγνωρίζει- έχουν αποτύχει να εφαρμοστούν. Τώρα, υπό την πίεση και τη “διαιτησία” του Βερολίνου για λύση, τέτοιες προσεγγίσεις μπορούν να έχουν μόνο οριακό αποτέλεσμα.