Στα ευρωπαϊκά media διαχέεται πλέον η διένεξη Ελλάδας-Τουρκίας, με δημοσιεύματα που άλλοτε επιχειρούν να προλειάνουν το έδαφος, άλλοτε να χειραγωγήσουν κοινωνικές ομάδες και ενίοτε να ποδηγετήσουν decision makers σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, διαμορφώνοντας κλίμα στην κοινή γνώμη. Η ανακίνηση θεμάτων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τις διμερείς σχέσεις, τη διεθνή εικόνα και ισχύ των δύο χωρών, σε μια τόσο φορτισμένη περίοδο, δύσκολα μπορούν να ειδωθούν αποσπασματικά και αποκομμένα από το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο αναδύονται.
Έτσι, αφού αποκλιμακώθηκε η στρατιωτική ένταση στο Αιγαίο, με την αποχώρηση των μονάδων από την ευρύτερη περιοχή του Καστελόριζου και την αναστολή ερευνών που ανακοίνωσε ο σύμβουλος και εκπρόσωπος του Ταγίπ Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν, τώρα δημοσιεύματα από την Süddeutsche Zeitung και τους Financial Times σκιαγραφούν ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης. Πρώτα η SZ επιχειρεί να καταδείξει τις ελληνικές θέσεις ως μαξιμαλιστικές και να στείλει μήνυμα αλλαγής στάσης, εκ Βερολίνου, ενώ οι FT, στοχοποιούν την παραπαίουσα τουρκική οικονομία και αποδίδουν ευθύνες στον Ταγίπ
Ειδικότερα, δημοσίευμα της Süddeutsche Zeitung αναφέρεται εκτενώς στην ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο, σκιαγραφώντας την όμως με βάση -κυρίως- τις τουρκικές αντιλήψεις και διεκδικήσεις και περιγράφοντας, λίγο ως πολύ την Ελλάδα ως μια χώρα που επιχειρούσε με τις “πλάτες” άλλων δυνάμεων να περιορίσει τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας.
Τώρα, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, μετά την παρέμβαση της Άγκελα Μέρκελ για την αποφόρτιση της στρατιωτικής έντασης στο Καστελόριζο -όπου αφήνει να εννοηθεί ότι απειλήθηκε θερμό επεισόδιο, όπως ανέφερε και τη Bild, αλλά διαψεύστηκε από όλες τις πλευρές. Η εφημερίδα, στο άρθρο αναφέρει ότι
«επειδή ο Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δεν φοβάται τους στρατιωτικούς κινδύνους, οι φρεγάτες των Τούρκων και των Ελλήνων ήρθαν επικίνδυνα κοντά. Η Καγκελάριος κατάφερε να διαμεσολαβήσει μεταξύ των δυο εταίρων του ΝΑΤΟ αλλά προφανώς την τελευταία στιγμή. Η Άγκυρα ανέβαλε προς το παρόν τις προκλητικές γεωτρήσεις της. Τώρα θα πρέπει να μιλήσουν. Αυτό όμως σημαίνει πως η Αθήνα θα πρέπει να απομακρυνθεί από τις σκληρές θέσεις της για τα κυριαρχικά δικαιώματα των 3.000 νησιών και νησίδων της. Κάτι που για τον ξιφομάχο Ερντογάν, ο οποίος προσβλέπει στο διαμοιρασμό των πρώτων υλών, είναι μια αναμφισβήτητη νίκη».
Οι διατυπώσεις αυτές, είναι προφανές ότι ευνοούν την τουρκική πλευρά των γεγονότων, μάλιστα με τρόπο που προάγεται το ηγετικό προφίλ του Ταγίπ Ερντογάν, γεγονός που αν και στην Ελλάδα γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεν είναι τόσο διάφανα στα αυτά και μάτια του μέσου Ευρωπαίου και Γερμανού αναγνώστη -ακόμα και του εκλεπτυσμένου- που αναζητά μια εξήγηση για την κατάσταση.
Επίσης, το δημοσίευμα έρχεται να υπονομεύσει την ελληνική διαπραγματευτική γραμμή, θεωρώντας ως προαπαιτούμενο για την έναρξη συζητήσεων την υπαναχώρηση της Αθήνας από τις πάγιες θέσεις για την υφαλοκρηπίδα των νησιών. Επίσης, το δημοσίευμα, όπως το μεταφράζει και το αναπαράγει το γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων DW, χαρακτηρίζει τις ελληνικές θέσεις “σκληρές”, ενώ λαμβάνει ως θέσφατο την αλλαγή διαπραγματευτικής βάσης και φτάνει μέχρι να πιστώσει νίκη στον Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο χαρακτηρίζει “ξιφομάχο”.
Τέτοια δημοσιεύματα αναμένεται να πληθύνουν και να σμιλευτούν περισσότερο, στο προσεχές χρονικό διάστημα, καθώς θα επιχειρείται να ελεγχθεί η διεθνής κοινή γνώμη, να συσσωρευθεί και να διοχετευθεί πίεση προς διαφορετικές, κάθε φορά, διευθύνσεις.
Η επίθεση των FT στον Ερντογάν
Την ώρα που η πανδημία του κορονοϊού εκθέτει τις αδυναμίες όλων των κρατών του πλανήτη, στην Τουρκία έβγαλε ακόμα περισσότερο στην επιφάνεια όλα τα μακροχρόνια προβλήματα της τουρκική λίρας. Όπως αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times οι ελλειμματικές συναλλαγές, ο υψηλός πληθωρισμός και η επιλογή του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αντιτίθεται στη αύξηση των επιτοκίων έχει οδηγήσει την Τουρκία, εδώ και καιρό, στις «εύθραυστες πέντε», δηλαδή στις χώρες των αναδυόμενων αγορών που είναι πιο ευάλωτες στη φυγή κεφαλαίων. Παράλληλα η προσπάθεια της Άγκυρας να προστατεύσει το νόμισμά της από την πτώση, τη βάζει βάζει σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο.
Το ρεπορτάζ, βέβαια, βασίζεται στη νέα διολίσθηση της λίρας, που ξεκίνησε στις 23 Ιουλίου, περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων, αλλά που λόγω του εύρους και βάθους των κυβερνητικών παρεμβάσεων στην αγορά ισοτιμιών, η εικόνα στρεβλώνεται στον παρόντα χρόνο και οι καταστάσεις που δημιουργούνται αντικατοπτρίζονται στις τιμές με χρονική υστέρηση ή και καθόλου. Η αποδυνάμωση της Τουρκικής οικονομίας, καθιστά τον Ταγίπ Ερντογάν πιο νευρικό, άρα και πιο επιθετικό. Ωστόσο, η δυνατότητα της Ελλάδας να διευκολύνει ή να μπλοκάρει ευρωπαϊκά κονδύλια, ενισχύει τη διαπραγματευτική της θέση. Επίσης, ενδεχόμενη προσφυγή της Τουρκίας στο ΔΝΤ, προοπτική που ο Ταγίπ Ερντογάν έχει κατ επανάληψη απορρίψει, θα μπορούσε να μεταβάλλει ουσιωδώς την ισορροπία δυνάμεων και να διαφοροποιήσει τη δυναμική των εξελίξεων.
Το Crisis Monitor έχει από καιρό και εγκαίρως επισημάνει τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει στην τουρκική οικονομία και το νόμισμα η πολιτική στήριξης της λίρας.
Τέλος, ιδιαίτερα επικριτικό είναι είναι το δημοσίευμα για τον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος, προφανώς, δεν μπορεί να αλλάξει τους βασικούς νόμους της οικονομίας. Η πολιτική του βασίζεται στη λανθασμένη ιδέα ότι μία χώρα μπορεί ταυτόχρονα να έχει και σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία (έναντι του δολαρίου) και ελεύθερη ροή κεφαλαίων και ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Επίσης, η τουρκική προσπάθεια να εκφοβίσει τους ξένους επενδυτές επιβάλλοντας κυρώσεις σε ξένες τράπεζες και να απαγορεύσει τις κερδοσκοπικές κινήσεις καθιστά την Τουρκία λιγότερο ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις.
Το δημοσίευμα αναφέρεται και στην πτώση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου και αναφέρει ότι οι πρόσφατες προσπάθειες της κεντρικής Τράπεζας να την στηρίξουν διαφαίνονται αποτυχημένες. Η απόφαση της Άγκυρας να στηρίξει το νόμισμά της μπορεί να απέδιδε σε ένα υποθετικό σενάριο, που ο κορονοϊός θα εξαφανιζόταν σύντομα και ερχόταν άμεσα στη χώρα η ροή χρημάτων από τον τουρισμό. Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα, καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει ήδη το δεύτερο κύμα της Covid-19.
Παράλληλα, η ζήτηση για αυτοκίνητα και ηλεκτρικές συσκευές που εξάγει η Τουρκία δεν φαίνεται να επιστρέφει στο άμεσο μέλλον. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας όμως είναι η πιστωτική επέκταση. Μεγάλο τμήμα της ανάπτυξης της χώρας βασίζεται σε κατανάλωση και υποδομές που έχουν αναπτυχθεί με φθηνό χρήμα (φθηνά επιτόκια).
Το φθηνό χρήμα μπορεί να βοήθησε τον Ερντογάν να κρατηθεί στην εξουσία αλλά πυροδοτεί κύκλους πιστωτικής επέκτασης και χρεοκοπιών που έχουν πληγώσει την αυξανόμενη ευημερία των προηγούμενων ετών. Η παραδοχή της ήττας του Ερντογάν με μια πιο αδύναμη λίρα ίσως να είναι ντροπιαστικό για εκείνον, αλλά ίσως αποτελεί καλύτερη επιλογή από το να επιμένει στην ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ανατρέψει το τέλμα στο οποίο έχει πέσει η οικονομία του.