Ο Ερντογάν είναι πραγματικά στριμωγμένος και όχι μόνο ή κυρίως γιατί “άγνωστα” αεροσκάφη βομβάρδισαν αεροπορική του βάση στη Λιβύη, ούτε γιατί το αντιαεροπορικό σύστημα της Τουρκίας δεν ανταποκρίθηκε, αλλά για βρίσκεται σε πόλεμο με έναν “αόρατο” στρατό: Τις αγορές.
Το Bloomberg, μάλιστα, έχει δημιουργήσει ολόκληρη θεματική ενότητα που παρακολουθεί τις εξελίξεις στην τουρκική οικονομία υπό τον τίτλο “Ο Πόλεμος της Τουρκίας με τις Αγορές” (Turkey’s War Αgainst the Markets) Σε αυτή την ενότητα, στις 20 Απριλίου δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο “Ο Ερντογάν πρέπει να σπάσει το ταμπού του ΔΝΤ”, όπου από τον υπότιτλο ακόμα, προτείνεται στον πρόεδρο της Τουρκίας να χρησιμοποιήσει την πανδημία του κορονοϊού ως δικαιολογία για να προσφύγει στο ΔΝΤ.
Βέβαια. η τουρκική οικονομία δεν έχει πέσει ακόμα στα βράχια. Οι πρόσφατες εκθέσεις της Moody’s και της Fitch δίνουν επαρκή περιθώρια ελιγμών στον Ταγίπ Ερντογάν, παρά τις ολέθριες επιπτώσεις της διολίσθησης της λίρας στο εξωτερικό χρέος της χώρας και του κορονοϊού στο ισοζύγιο πληρωμών.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, έχει τη δυνατότητα να αποφύγει την προσφυγή στο ΔΝΤ, στο μεταξύ όμως, παραμένει σε οικονομική καραντίνα, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στις αγορές, που οδήγησε στην αναβολή έκδοσης ομολόγου σε ευρώ, που είχε προγραμματίσει.
Ο Τούρκος πρόεδρος, έχοντας “κάψει” πάνω από 85 δισ. δολάρια από το 2018, σύμφωνα με τη JPMorgan, για τη στήριξη της τουρκικής λίρας, με τις βιομηχανίες στο “ρελαντί” και τον τουρισμό “κλινικά νεκρό” εξαιτίας της κρίσης του κορονοϊού, είναι αναγκασμένος να “ζητιανεύει”.
Έτσι, κατάφερε να επεκτείνει τις συναλλαγματικές γραμμές με το Κατάρ από τα 5 στα 15 δισ., ενώ ενεργοποίησε αντίστοιχο swap line που είχε με την Κίνα, ύψους 1 δισ. Οι εκκλήσεις του, όμως, στους G7 και τους G20 για αντίστοιχες γραμμές ανταλλαγής νομισμάτων δεν έχουν τελεσφορήσει. Fed, ΕΚΤ, Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας και αρκετές άλλες χώρες έχουν αρνηθεί ή δεν έχουν απαντήσει, θέλοντας να αποφύγουν πολιτική αντιπαράθεση. Σε κάθε περίπτωση ο Ερντογάν δεν έχει συνάλλαγμα.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας, όπως φαίνεται και στο γράφημα, κατά δήλωση της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας, βαίνουν μειούμενα, ενώ σύμφωνα με το Bloomberg είναι πολύ λιγότερα απ αυτά που επισήμως εμφανίζονται.
Η πορεία του τουρισμού και των τουριστικών εσόδων
Αν και τον τελευταίο μήνα τα τουρκικά CDS, που αντιπροσωπεύουν την αντίληψη των επενδυτών για την πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας, έχουν υποχωρήσει κατά 8,51%, που σημαίνει ότι οι φόβοι έχουν περιοριστεί, εν τούτοις παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η πιθανότητα χρεοκοπίας της Τουρκίας σήμερα είναι 7,79%, με προσδοκία για ανάκτηση του 40% του Δημοσίου χρέους.
Τα προβλήματα του Ερντογάν δεν εστιάζονται όμως στο μέτωπο του Δημοσίου χρέους, στο οποίο παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και παρά την κρίση δεν αναμένεται να υπερβεί το 35% του ΑΕΠ. Ο Τούρκος πρόεδρος καλείται να αντιμετωπίσει εξωτερικό χρέος 164 δισ. το οποίο θα πρέπει είτε να αποπληρωθεί, είτε να μετακυλιθεί το προσεχές 12μηνο.
Η μάχη Τραμπ-συστήματος “στραγγαλίζει” τον Ταγίπ Ερντογάν
Παρά τη στήριξη του Ντόναλντ Τραμπ, οι επενδυτές διεθνώς έχουν περιορίσει δραματικά την έκθεσή τους στην Τουρκία, σε μετοχές, ομόλογα και το νόμισμα, το οποίο ήταν παλαιότερα το πλέον εμπορεύσιμο από στις αναδυόμενες αγορές. Η αντίφαση που παρατηρείται στις σχέσεις της Τουρκίας με τις αγορές και του Ταγίπ Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ είναι, αν μη τι άλλο, ενδεικτική των ορίων, της επιρροής και των δυνατοτήτων του προέδρου των ΗΠΑ, στην Εξωτερική πολιτική, σε περιόδους που βρίσκεται σε εσωτερικό ανταγωνισμό με τους μηχανισμούς εξουσίας στην Ουάσιγκτον.
Τα οικονομικά δεδομένα είναι όντως, διαρκώς επιδεινούμενα, η στενή παρακολούθηση της οικονομικής κατάρρευσης της Τουρκίας από το Bloomberg, αποτελεί στην ουσία τη βασική εγγύηση, ότι η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε αναπόδραστη τροχιά προς ένα νέο οικονομικό κραχ.
Το πρακτορείο ειδήσεων, αφού αναφέρεται στην επιβολή λογοκρισίας στα media και τον περιορισμό της ελευθερίας στα social media, την περίοδο που ακολούθησε το πραξικόπημα του 2016 έως και σήμερα, τώρα στηλιτεύει τώρα και τη νομισματική πολιτική, αποκαλύπτοντας ότι οι ξένοι δεν έχουν ξεφορτώσει καραβιές λιρών, αλλά πλέον επιλέγουν να μην “tradάρουν” το τούρκικο νόμισμα.
Η στάση των επενδυτών
Αυτή τη στιγμή, η συμμετοχή των επενδυτών στις κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές της Τουρκίας είναι χαμηλότερη του 5%, ενώ τις τελευταίες 30 ημέρες μόλις 1 στις συναλλαγές επί της τουρκικής λίρας έγινε από ξένους παίχτες. Πρόκειται για επιπτώσεις από την εμπρηστική ρητορική κατά των “ραντιέριδων” και τα μέτρα για τον περιορισμό της ελευθερίας στη διαπραγμάτευση του νομίσματος που έχει λάβει η Τουρκία, αλλά και μια ακόμη ένδειξη του φόβου των επενδυτών για την επόμενη ημέρα.
Ο βραχυχρόνιος δανεισμός της Τουρκίας από τις συναλλαγματικές αγορές βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά, ενώ η επιθετική πολιτική δανειοδοτήσεων την οποία επιβάλλει ο Ταγίπ Ερντογάν μέσα από τις κρατικές τράπεζες αποδυναμώνουν τη λίρα και την καθιστούν ευάλωτη σε ένα νέο sell-off.
Αυτή τη στιγμή τα ευρωπαϊκά κονδύλια, για το προσφυγικό, τα έσοδα από την τελωνειακή ένωση και η προσδοκία να ανοίξουν τα σύνορα για τουρισμό, από την ΕΕ και την Ελλάδα προς την Τουρκία, αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που διασώζουν την τουρκική οικονομία και τον Ταγίπ Ερντογάν. Ακόμα και ενεργειακά, αν και η Τουρκία προμηθεύεται φυσικό αέριο από τη Ρωσία, μεγάλο μέρος των ενεργειακών της αναγκών καλύπτονται από την ΕΕ μέσω της ηλεκτρικής της διασύνδεσης με την Ελλάδα.
Ανοιγμένος σε δύο πολεμικά μέτωπα, ταυτόχρονα, χωρίς εισροές κεφαλαίων, βασιζόμενος σε μαύρο χρήμα από τη συγκυριακή και πρόσκαιρη εκμετάλλευση πετρελαιοπηγών και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν θα μπορεί για καιρό να καθησυχάζει την κοινή γνώμη. Η ποιότητα ζωής επιδεινώνεται άρδην, ο κορονοϊός αναδεικνύει χρόνιες παθογένειες και αδυναμίες, οι οποίες τώρα οξύνονται, ενώ παράλληλα τίθενται ακαριαία στο μικροσκόπιο των αγορών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις προοπτικές της τουρκικής οικονομίας.
Η ασφυκτική και πολύπλευρη πίεση που δέχεται ο Ταγίπ Ερντογάν τον καθιστά νευρικό και απρόβλεπτο, η προοπτική αλλαγών στον Λευκό Οίκο και η επανάκαμψη της ΕΕ υπό τη γερμανική προεδρία αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την Άγκυρα, δημιουργώντας δυνητικά ακόμα πιο ασταθές σκηνικό.