Οι πολιτικοί αργούν και η κατάσταση επιδεινώνεται. Αυτό είναι το μήνυμα που λαμβάνουν οι αγορές από την απόφαση της ΕΚΤ να ρίξει επιπλέον 600 δισ., μέσω του προγράμματος Pandemic Emergency Purchase Programme, ανεβάζοντας το ύψος των κεφαλαίων που διαθέτει στη μάχη κατά της ύφεσης στα 1,35 τρισ. ευρώ!
Οι αγορές ανέμεναν εν γένει πρόσθετα κεφάλαια της τάξης των 500 δισ., με την ανακοίνωση της ΕΚΤ να υπερβαίνει τις προσδοκίες, καθώς η Κριστίν Λαγκάρντ θέλει να καταστήσει σαφές ότι η ΕΚΤ δεν πτοείται από την απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και “θα κάνει ό, τι χρειάζεται”, όπως έχει δεσμευθεί. Παράλληλα, η ΕΚΤ ανακοίνωσε την επέκταση του ορίζοντα ισχύς των μέτρων μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2021, θέλοντας να παράσχει καθορό διάδρομο 12 μηνών στις τράπεζες και τις χώρες ώστε να ανασυνταχθούν.
Απ΄αυτή την άποψη, η ανακοίνωση της ΕΚΤ για την ενίσχυση του οπλοστασίου στη μάχη κατά της κρίσης, είναι καλοδεχούμενη. Παράλληλα, όμως, η ανάγκη για περαιτέρω δράση από την ΕΚΤ, υπογραμμίζει τις μακρόσυρτες διαδικασίες έγκρισης των μέτρων πολιτικής-δημοσιονομικής στήριξης, λόγω των αντιθέσεων που πρέπει να γεφυρωθούν στην ΕΕ.
Η ΕΚΤ θα επενδύει ξανά τα ομόλογα που αγοράζει τουλάχιστον έως τα τέλη του 2022.
Επίσης, η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου για τη διεύρυνση των εγγυήσεων που θα δέχεται για δανεισμό, επιτρέποντας στις τράπεζες να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια και να εκμεταλλευτούν πολύ περισσότερα στοιχεία του ισολογισμού τους.
Στην ανακοίνωση της ΕΚΤ αναφέρεται:
“Απαντώντας στην επί τα χείρω αναθεώρηση της προοπτικής του πληθωρισμού, εξαιτίας της πανδημίας, η επέκταση PEPP θα διευκολύνει περαιτέρω τη γενική στάση της νομισματικής πολιτικής, υποστηρίζοντας τις συνθήκες χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία, ειδικά για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Οι αγορές θα συνεχίσουν να πραγματοποιούνται με ελαστικό τρόπο σταδιακά, σε όλο το εύρος των στοιχείων ενεργητικού και σε όλες τις περιοχές αρμοδιότητας. Αυτό επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο να απομακρύνει τους κινδύνους και να εξομαλύνει τη μετάβαση στη νομισματική πολιτική”