Αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα εξαπολύει ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί πολιτικά, διπλωματικά και επικοινωνιακά τις νέες ισορροπίες που διαμορφώνεται στην Ευρώπη και περιφερειακά, ενώ αξιοποιεί το επικοινωνιακό κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει από την αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα απευθύνει νέο διάγγελμα παρουσιάζοντας τα μέτρα στήριξης της οικονομίας, μέσα από έναν οδικό χάρτη που θα επιχειρήσει να δώσει ορίζοντα σε επιχειρηματίες και αγορές, τη στιγμή που δεν υπάρχει στις υπόλοιπες χώρες. Έτσι, οι σύμβουλοι του Έλληνα πρωθυπουργού εκτιμούν ότι θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν το συγκριτικό πλεονέκτημα που δημιούργησε ο περιορισμός του ιού στην Ελλάδα, με συγκριτικά χαμηλότερο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Αν και η στρατηγική αυτή ξετυλίγεται καιρό τώρα, μέσω δημοσιευμάτων στα ελληνικά και διεθνή media, αυτή τη χρονική στιγμή, φαίνεται ότι ωρίμασε το σχέδιο και ενεργοποιείται ο μηχανισμός υλοποίησής του, που δεν περιορίζεται μόνο στο Δημόσιο, αλλά επεκτείνεται στις τράπεζες, τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα media. Η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη, κινείται στη βάση οικονομία=κλίμα, αντίληψη την οποία διέθετε αλλά που ισχυροποιήθηκε μετά από σειρά επαφών που είχε με συγκεκριμένους παράγοντες από την τραπεζική και επενδυτική αγορά.
Για να μπορέσει να μεγιστοποιήσει την απόδοση του οδικού χάρτη και των εξαγγελιών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναγκάστηκε να αποσύρει βεβιασμένα από τραπέζι το χαρτί των πρόωρων εκλογών και του ανασχηματισμού, καθώς αυξάνουν την πολιτική αβεβαιότητα και περιορίζουν τον επενδυτικό ορίζοντα, καθιστώντας το περιβάλλον αφιλόξενο.
Με εκπεφρασμένο, επισήμως, τον οδικό χάρτη της ΕΕ για επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα, εντός του 2021, τη νέα δυναμική και προοπτικές που δημιουργεί η γαλλογερμανική πρόταση για Ταμείο Ανάκαμψης, τις εξελίξεις που δρομολογούνται με τα νέα rapid tests, ιδιαίτερα στον Τουρισμό, και την ενθαρρυντική -επίσημη- επιδημιολογική εικόνα της Ελλάδας, η κυβέρνηση προσπαθεί τώρα να κινητοποιήσει τα εγγενή κεφαλαιακά αποθέματα του τραπεζικού και επιχειρηματικού συστήματος.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, αύξησαν τον δανεισμό τους από την ΕΚΤ κατά 14 δισ. μέσα σε 14 ημέρες, με αποτέλεσμα οι υποχρεώσεις τους προς το ευρωσύστημα να ανέλθουν στα 21,5 δισ. Ωστόσο, τέτοιες εκροές δεν προκύπτουν από καταθέσεις, ενώ ακόμα τα δεν έχουν αρχίσει να “σκάνε” δάνεια, λόγω των μέτρων στήριξης. Συνεπώς, είναι προφανές ότι δημιουργείται ένα πρόσθετο κεφαλαιακό απόθεμα στο τραπεζικό σύστημα.
Μέρος του αποθέματος αυτού θα εκμεταλλευτεί και η κυβέρνηση που σχεδιάζει έκδοση ομολόγου της τάξης των 3 δισ. την επόμενη εβδομάδα. Παράλληλα, συμμετέχοντας έμμεσα και άμεσα στην έκδοση αυτή οι ελληνικές τράπεζες, θα πετύχουν να αντισταθμίσουν εν μέρει το κόστος δανεισμού από την ΕΚΤ, καθώς τα ελληνικά ομόλογα θα τιμολογηθούν με υψηλότερο επιτόκιο. Στη συνέχεια, οι τράπεζες θα τα εισφέρουν στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης και θα αντλήσουν νέα ρευστότητα. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση θα μοχλεύσει τα 14 δισ. της ΕΚΤ και θα παράξει κέρδη για τις τράπεζες και ρευστότητα για το Δημόσιο.
Στη στρατηγική αυτή περιλαμβάνεται και η εντατικοποίηση της κινητικότητας στις τράπεζες, απ΄όπου η κυβέρνηση προσδοκά να περάσει θετικά μηνύματα στις επιχειρήσεις και στα media, εντός και εκτός της χώρας.
Στην κυβέρνηση φαίνεται ότι επενδύουν ιδιαίτερα στην συνδυαστική απόδοση των παρεμβάσεων και στην πολλαπλασιαστική ισχύ των media, ιδιαίτερα ως προς το κλίμα. Βέβαια, μπορεί σε αυτή τη φάση το κλίμα να παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο πολιτικά, όσο και οικονομικά, στην επόμενη μέρα όμως, κάθε αστοχία της κυβέρνησης και υποαπόδοση των μέτρων θα έχουν αντίστροφη ένταση.