Η κατάσταση στην Ευρώπη βαίνει δραματικά επιδεινούμενη, καθώς η απόσταση που χωρίζει βορρά και νότο μεγαλώνει και τα μέτωπα πολλαπλασιάζονται. Η Σύνοδος Κορυφής της Πέμπτης θα μπορούσε να θεωρηθεί απριόρι ως… μη γενόμενη. Αυτό τουλάχιστον έχουν αποφασίσει οι ηγέτες, καθώς συμφώνησαν να μη δημοσιευθούν κοινά -άτυπα- συμπεράσματα, ενώ ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα απουσιάσει από την τελευταία διάσκεψη για να δώσει συνέντευξη Τύπου.
Στη σκιά των προειδοποιήσεων της ΕΚΤ και της έκθεσης του ΔΝΤ, όπου αναφέρεται ότι το χρέος των 19 χωρών της Ευρωζώνης θα αυξηθεί φέτος περισσότερο από 13% του ΑΕΠ, φθάνοντας στο 97%, καθώς τα περιοριστικά μέτρα σε όλη την Ευρώπη θα οδηγήσουν σε μία πρωτοφανή ύφεση 7,5%, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνέρχονται την Πέμπτη για να… συμφωνήσουν στα… “μουγκά”.
Με δεδομένο ότι τα όποια κοινοτικά κονδύλια θα διοχετευθούν για την ενίσχυση των οικονομιών θα προέλθουν από τον νέο προϋπολογισμό της ΕΕ, επί του οποίου δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία, είναι προφανές, ότι η συμφωνία επί χρηματοδοτικού πλαισίου αργεί ακόμα. Μάλιστα, σύμφωνα με το έγκυρο Politico, υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες κάτι τέτοιο να μη συμβεί πριν το καλοκαίρι.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, στη σύνοδο της Πέμπτης οι 27 ηγέτες αναμένεται να συμφωνήσουν στη χρήση του κοινού τους προϋπολογισμό για την περίοδο 2021-27 για να βοηθήσουν να τονωθεί η ανάπτυξη. Αναμένεται επίσης να εγκρίνουν μέτρα άμεσης βοήθειας ύψους μισού τρισεκατομμυρίου ευρώ που θα τεθούν σε ισχύ από τον Ιούνιο.
Ωστόσο, τα μέτρα αυτά, που συμφωνήθηκαν στο πρόσφατο Eurogroup, δεν αποτελούν αναπτυξιακή ώθηση με τη μορφή αυτών που προωθούν οι ΗΠΑ και δεν ανακουφίζουν άμεσα και αναλογικά τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο, κοινωνικά και οικονομικά. Μάλιστα, μετά την ολοκλήρωση της 19ωρης τηλεδιάσκεψης του Eurogroup, πριν το Πάσχα, ενώ επιχειρήθηκε να περάσει ένα “πανηγυρικό” μήνυμα ήταν ο Ιταλός πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε, που απείλησε να μην προσυπογράψει τα αποτελέσματα του Eurogroup, εξαιτίας της σύγκρουσης με τη Γερμανία και την Ολλανδία για τα corona-bonds.
Πλούσιες, δημοσιονομικά συντηρητικές χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Ολλανδία έχουν απορρίψει τα αιτήματα από τις νότιες χώρες του ευρωπαϊκού μπλοκ που αντιμετωπίζουν δυσκολίες – με επικεφαλής την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία – να εκδοθούν κοινά «κορονο-ομόλογα» για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης.
Θα σώσουν τα προσχήματα;
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αντ’ αυτού, προτείνει έναν συμβιβασμό -στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή- που προβλέπει ότι η Κομισιόν θα διοχετεύσει έως 1,5 τρισεκατομμύριο ευρώ στην οικονομία αντλώντας κεφάλαια με ενέχυρο τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ωστόσο, ο αξιωματούχος δήλωσε ότι συνεχίζει να υπάρχει «πραγματική απροθυμία» μεταξύ πολλών κρατών-μελών για να στηρίξουν την πρόταση της Κομισιόν.
Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κάθε άλλο παρά κοντά είναι σε μια συμφωνία για το μέγεθος που θα πρέπει να έχει το όποιο ταμείο ανάκαμψης, για το εάν θα πρέπει να παρέχει επιδοτήσεις ή εξοφλητέα δάνεια, εάν θα μπορεί να εκδοθεί χρέος καθώς και το ύψος και το είδος αυτού, και ποιες θα είναι οι υποχρεώσεις των χωρών. «Για κάποια κράτη-μέλη είναι σημαντικό να έχουμε επιχορηγήσεις ή επιδοτήσεις, ενώ για άλλους μπορεί να είναι μόνο δάνεια. Υπάρχει μεγάλη διαφορά και χρειάζεται να βρούμε τη σωστή ισορροπία», δήλωσε ο αξιωματούχος που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Είναι ευαίσθητο, είναι μια δύσκολη πολιτικά συζήτηση».
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πάντως, θα παραχωρήσει μόνος του συνέντευξη Τύπου, δεν θα διαβάσει συμπεράσματα ή κοινό ανακοινωθέν και δεν χρειάζεται να έχει τη συναίνεση, ούτε την υποστήριξη της πλειοψηφίας. Όπερ σημαίνει ότι τα όσα θα πει θα είναι ανεπίσημα και άτυπα. Στην πραγματικότητα όμως θα προσπαθήσει να αγοράσει χρόνο, να δείξει ότι υπάρχει πρόοδος και να υποβαθμίσει τις διαφωνίες.
Αυτή καθ αυτή η πράξη του Σαρλ Μισέλ είναι εν τέλει η απόλυτη επιβεβαίωση της σκληρής αντιπαράθεσης και του βάθους της πολιτικής κρίσης που διέρχεται η Ευρώπη και η Ευρωζώνη.
Επικίνδυνα τα… παρασκήνια
Με δεδομένο ότι οι διαβουλεύσεις σε όλα τα επίπεδα γίνονται πλέον μέσω τηλεδιασκέψεων, άπαντες είναι ανήσυχοι και επιφυλακτικοί, καθώς οι επικοινωνίες είναι γνωστό ότι δεν είναι απαραβίαστες και ως εκ τούτου οι υπηρεσίες πληροφοριών, οι hackers και άλλοι παράγοντες θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες θα υπονόμευαν συμμαχίες και στρατηγικές.
Ως εκ τούτου, ηγέτες, πολιτικό προσωπικό και τεχνοκράτες είναι αναγκασμένοι να αυτοπεριορίζονται ως προς τις επαφές και τις μεταξύ τους επικοινωνίες, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην πρόοδο των διαβουλεύσεων. Συμφωνίες, ανταλλαγές και συμβιβασμοί που επιτυγχάνονταν σε τεχνικό επίπεδο, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και σε καθεστώς απόλυτης μυστικότητας, τώρα είναι εξαιρετικά δύσκολο να διεκπεραιωθούν.
Η έξαρση των online διαβουλεύσεων και ο περιορισμός των δια ζώσης συναντήσεων, σε συνδυασμό με τη μείωση των μετακινήσεων, θα καθιστούσαν οποιεσδήποτε προσπάθειες εκ του σύνεγγυς επαφών εύκολο να εντοπιστούν. Μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος και ο φόβος υποκλοπής online συνομιλιών, γεγονός που δημιουργεί έλλειμμα επικοινωνίας, εγείρει ζητήματα εμπιστοσύνης και αποδυναμώνει τη δυναμική συγκλίσεων.