Ενώ οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο προετοιμάζονται πυρετωδώς για την επιστροφή στην “λειτουργικότητα”, η “κανονικότητα” φαίνεται ότι θα αργήσει ακόμα, καθώς τα αποτελέσματα από τις κλινικές μελέτες για μια σειρά από φαρμακευτικές αγωγές κατά του κορονοϊού, είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά.
Όπως είναι ήδη γνωστό, ο συνδυασμός των δύο αντι-ιϊκών είναι εγκεκριμένος για την αντιμετώπιση του HIV/AIDS, ενώ η ουμιφενοβίρη χορηγείται σε Ρωσία και Κίνα κυρίως κατά της εποχικής γρίπης.
Από την αρχή της πανδημίας που προκάλεσε ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 και τα δύο φάρμακα έχουν χορηγηθεί σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 με την ελπίδα της βελτίωσης της κλινικής τους εικόνας. Όμως σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Cell Press, κανένα από τα δύο δεν βελτιώνει το κλινικό αποτέλεσμα των νοσηλευόμενων ασθενών με ήπια έως μέτρια νόσο.
Οι Κινέζοι επιστήμονες επέλεξαν να αξιολογήσουν τα δύο συγκεκριμένα αντι-ιϊκά φάρμακα διότι είχαν επιλεχθεί στο πλαίσιο των θεραπευτικών πρωτοκόλλων που είχε εγκρίνει η Εθνική Επιτροπή Υγείας της Κίνας, τον περασμένο Φεβρουάριο. Η επιλογή είχε βασιστεί σε in vitro πειράματα αλλά και παλαιότερα κλινικά δεδομένα από τους ιούς SARS and MERS.
Παράλληλα, άλλες επιστημονικές ομάδες είχαν ανακοινώσει ότι ο συνδυασμός λοπιναβίρης/ριτοναβίρης δεν προσέφερε σημαντική βελτίωση σε ασθενείς με σοβαρή COVID-19.
Την ίδια στιγμή, στη Γαλλία, βρίσκεται σε εξέλιξη μεγάλη διαμάχη στην ιατρική κοινότητα για τη χρήση και την αποτελεσματικότητα συγκεκριμένων ουσιών.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί, ότι παρά την άρση περιορισμών στη διαδικασία εισαγωγής εμβολίων και φαρμάκων στη φάση κλινικών δοκιμών, παγκοσμίως, προβληματική παραμένει και η πρόοδος στα εμβόλια, με όλες τις εκτιμήσεις να δίνουν χρονοδιάγραμμα πρώτων εμβολίων στα τέλη του τρέχοντος έτους, ενώ παράλληλα ήδη υπάρχουν ενδείξεις και δηλώσεις ότι ένα εμβόλιο δεν θα είναι αρκετό για την αντιμετώπιση του κορονοϊού.