Η καθυστέρηση στις εκταμιεύσεις του ΠΔΕ, στο σκέλος των εσόδων και η αύξηση των δαπανών λόγω του swap ομολόγων με την Εθνική Τράπεζα είναι οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού τον Ιανουάριο, με αποτέλεσμα το πρωτογενές πλεόνασμα διαφύγει του στόχου και να μειωθεί συγκριτικά με το 2019.
Οι ενδείξεις αυτές δεν χαρακτηρίζονται, ακόμα, ανησυχητικές, αλλά το έργο του οικονομικού επιτελείου δυσχεραίνει, καθώς καλούνται να αποδείξουν οι τα προβλήματα είναι τεχνικής φύσεως, ιδιαίτερα στις εκταμιεύσεις του ΠΔΕ, ενώ και στο σκέλος των φόρων, η υπέρβαση ήταν οριακή,γεγονός που δεν επιτρέπει εφησυχασμό καθώς δεν υπάρχει “λίπος”.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο του Ιανουαρίου 2020, παρουσιάζεται έλλειμμα 766 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για πλεόνασμα 209 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2020 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020, και ελλείμματος 442 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 498 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1.269 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσματος 729 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2019.
Το ανησυχητικό είναι δεν είναι η απόκλιση έναντι του στόχου, η οποία τέτοια περίοδο μπορεί να δικαιολογηθεί, αλλά η επιδείνωση του ελλείμματος σε συγκριτική, ετήσια βάση. Ποιο ανησυχητική είναι η εικόνα όταν αναλύονται τα ποιοτικά στοιχεία της διάρθρωσης του ισοζυγίου.
Τα καθαρά έσοδα ανήλθαν στα 3.915 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας υστέρηση κατά 743 εκατ. ευρώ ή 16% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2020, γεγονός που οφείλεται στα μειωμένα έσοδα ΠΔΕ καθώς και στις αυξημένες επιστροφές φόρων.
Τα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 4.263 εκατ. ευρώ, εμφανίζοντας απόκλιση 645 εκατ. ευρώ ή 13,2% έναντι του στόχου.
Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 4.055 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 7 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου.
Η ακριβής κατανομή μεταξύ των κατηγοριών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού θα πραγματοποιηθεί με την έκδοση του οριστικού δελτίου.
Οι επιστροφές εσόδων ανήλθαν σε 348 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 98 εκατ. ευρώ από το στόχο (249 εκατ. ευρώ).
Τα έσοδα του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) ανήλθαν σε 43 εκατ. ευρώ, υπολειπόμενα κατά 644 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου.
Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο του Ιανουαρίου 2020 ανήλθαν στα 4.681 εκατ. ευρώ υπερβαίνοντας κατά 232 εκατ. ευρώ τον στόχο (4.449 εκατ. ευρώ). Οι κυριότερες αιτίες της εμφανιζόμενης απόκλισης είναι οι αυξημένες δαπάνες τόκων κατά 204 εκατ. ευρώ, καθώς και οι αυξημένες αποδόσεις προς την Ε.Ε. κατά 141 εκατ. ευρώ, σε σχέση με τον στόχο.
Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο του Ιανουαρίου 2020 παρουσιάζονται αυξημένες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 κατά 132 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω των αυξημένων δαπανών στο σκέλος του ΠΔΕ κατά 122 εκατ. ευρώ.
Στο σκέλος του Τακτικού Προϋπολογισμού παρουσιάστηκε αύξηση έναντι του 2019 στις εξής κατηγορίες δαπανών:
α) αποδόσεις προς την Ε.Ε. κατά 141 εκατ. ευρώ (στις μεταβιβάσεις),
β) τόκοι κατά 93 εκατ. ευρώ και
γ) λοιπές κεφαλαιουχικές μεταβιβάσεις κατά 74 εκατ. ευρώ (που αφορούν στην κάλυψη ελλείμματος ΕΛΕΓΕΠ και στις Υπηρεσίες Κοινής Ωφελείας).
Αντίθετα, η κατηγορία πρόσθετες αποδοχές (εντός της κατηγορίας παροχές σε εργαζομένους) εμφανίστηκε χαμηλότερη κατά 320 εκατ. ευρώ, καθώς το 2019 η κατηγορία αυτή περιλάμβανε τις πληρωμές των εφάπαξ ποσών του ν. 4575/2018.
Αναφορικά με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού για τον Ιανουάριο 2020 ο Υφυπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για τη Δημοσιονομική Πολιτική, κ. Θόδωρος Σκυλακάκης, προχώρησε στην ακόλουθη δήλωση:
«Τον Ιανουάριο είχαμε μία καλή πορεία των φορολογικών εσόδων τα οποία κινήθηκαν εντός στόχου. Είχαμε εντούτοις μία υστέρηση στα έσοδα από επενδύσεις, η οποία οφείλεται σε γραφειοκρατικούς λόγους. Ένα σημαντικό μέρος, 350 -400 εκατ. ευρώ, καταβλήθηκαν τέλος Ιανουαρίου και θα μετρήσουν τον Φεβρουάριο. Επίσης, στις δαπάνες είχαμε μία μικρή υπέρβαση που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανταλλαγή ομολόγων μεταξύ Εθνικής Τράπεζας και του ελληνικού δημοσίου, η οποία θα οδηγήσει σε αυξημένους τόκους τον Ιανουαρίου και μειωμένους τον Μάρτιο. Κατά τα άλλα, ήταν ένας ήρεμος μήνας».