Τρεις ημέρες μετά τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ντόναλντ Τραμπ και τους Αμερικανούς αξιωματούχους και επενδυτές και η εικόνα παραμένει κατά το μεγαλύτερο μέρος άδεια, ενώ λίγα αναμένεται ότι θα είναι αυτά που θα διαρρεύσουν μετά την ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών, δεδομένου ότι αυτές διαδικασίες αξιοποιούνται για την αποκάλυψη της ατζέντας πολιτικών αντιπάλων και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.
Αυτός είναι άλλωστε και ο βασικός λόγος που τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης ζητούν τη σύγκληση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο σε αυτή τη φάση.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι για την ώρα η ενημέρωση είναι ασύμμετρη, γεγονός που με τη σειρά του καταδεικνύει την ανάγκη πολιτικής συνεννόησης, η οποία μπορεί μεν να επιτευχθεί, ευκολότερα όμως σε διμερές επίπεδο. Συγκεκριμένες πτυχές της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ καλύφθηκαν με ένταση, άλλες αγνοήθηκαν, πολλές παρέμειναν θολές και οι περισσότερες κρατήθηκαν μυστικές. Μέχρι στιγμής λίγα είναι τα σημεία της συνάντησης που επισήμως έχουν δημοσιοποιηθεί, κάποια ακόμα έχουν “επισήμως” διαρρεύσει και μερικά έχουν αρχίσει να διακινούνται υπό τη μορφή ειδήσεων, που δεν σχετίζονται όμως με την επίσκεψη, είναι όμως πρόδηλο ότι απορρέουν από αυτή.
Η εικόνα, συνεπώς, δεν είναι απλά θολή, αλλά ελλιπής και ως εκ τούτου οι αναλύσεις για τα αποτελέσματα της επίσκεψης είναι πρώιμες και σίγουρα αποσπασματικές, δημιουργώντας ουσιώδεις κινδύνους. Τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία διαθέτει μεγάλες προσβάσεις στον Λευκό Οίκο και τις αξιοποιεί, η όποια ανοιχτή συζήτηση θα ήταν παρακινδυνευμένη και άνευ ουσίας, καθώς η Ελλάδα επιζητά τη σταθερή και θεσμική παρέμβαση των ΗΠΑ.
Η δημόσια ατζέντα
Έτσι, από τα μέχρι στιγμής στοιχεία έχει γίνει γνωστό ότι στον Λευκό Οίκο και στο State Department τέθηκαν τα εξής θέματα
- Εξοπλιστικά
- με πρόταγμα το F-35
- τα υπό αναβάθμιση F-16
- Το αίτημα για εκχώρηση οχημάτων μεταφοράς προσωπικού
- Διπλωματικά
- Ενέργεια
- East Med
- FSRU
- Αγορές LNG
- Τουρκική προκλητικότητα στη Λιβύη
- ελληνική αοζ και
- αίτημα ανάληψης διαμεσολαβητικής πρωτοβουλίας από τις ΗΠΑ
- Ενέργεια
Τα αποτελέσματα
Σε επίπεδο δημόσιας διπλωματίας, αίσθησης και σημειολογίας τα συμπεράσματα είναι λίγο ως πολύ κοινώς αποδεκτά: Η Ελλάδα έχει καταφέρει να θέσει ισχυρές βάσεις με το αμερικανικό σύστημα διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτό εκφράζεται από το State Department, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και το Πεντάγωνο. Οι σχέσεις αυτές έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν απτά αποτελέσματα, όπως ο East Med και η ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στα Βαλκάνια καθώς και η ενεργοποίηση του NATO στο προσφυγικό/μεταναστευτικό. Η κεφαλαιοποίηση της σχέσης αυτής, όμως, αποτελεί ζήτημα που δεν άπτεται -η τουλάχιστον δεν θα έπρεπε- διαπραγμάτευσης σε κορυφαίο πολιτικό επίπεδο, αλλά αποτελεί πρωτίστως ζήτημα διαδικασιών.
Στην κεντρική πολιτική σκηνή, ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί καλές σχέσεις με τον Ταγίπ Ερντογάν, τις οποίες και προβάλλει, ενώ έχει κατηγορηθεί και ερευνάται για σκέλος αυτών.
Όπερ σημαίνει ότι, δημοσίως και σε επίπεδο συμβολισμών ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να έχασε από τον απόντα Ταγίπ Ερντογάν, η Ελλάδα όμως παραμένει ευνοούμενη όπως δείχνουν τα νομοσχέδια που αναβαθμίζουν την εταιρική και συμμαχική σχέση με τις ΗΠΑ καθώς και η δυναμική που δημιουργείται από την προσέγγιση με το Ισράηλ μέσω του East Med και των περιφερειακών σχημάτων ασφαλείας.
Υπάρχουν όμως και σαφή ρίσκα. Οι ΗΠΑ έχουν εισέλθει σε τροχιά εκλογών, ο Ντόναλντ Τραμπ αναζητά διεθνείς επιτυχίες για να ενισχύσει το βαλλόμενο πολιτικό του κεφάλαιο, καθώς και άμεσα και εύκολα επιτεύξιμους στόχους. Σε αυτό το σημείο οι ισορροπίες είναι ιδιαίτερα λεπτές, καθώς οι γεωπολιτικές παρεμβάσεις που έχει, έως τώρα, επιχειρήσει ο Ντόναλντ Τραμπ είναι οξείες και ακόμα και όταν κρίνονται επιτυχημένες στο τέλος, στο μεταξύ έχουν προκαλέσει αύξηση εντάσεων και “ατυχήματα”.
Συνεπώς, τα αιτήματα διαμεσολάβησης για τα ελληνοτουρκικά, που υποβλήθηκαν προς τον Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να είχαν στόχο τη δράση ή απλά τη δημόσια καταγραφή της ελληνικής θέσης και την ενίσχυση του αποφασιστικού και ηγετικού προφίλ του Έλληνα πρωθυπουργού, θα μπορούσαν όμως να έχουν μη προβλέψιμα αποτελέσματα.
Επίσης, η έννοια της προβλεψιμότητας, που χρησιμοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για να προσδιορίσει την Ελλάδα σε αντιδιαστολή με την Τουρκία, ως προς τη συμμαχική τους ιδιότητα απέναντι στις ΗΠΑ και το NATO και για την οποία δέχεται κριτική από την αντιπολίτευση, μπορεί να θεωρηθεί δίκοπο μαχαίρι. Ο Ντόναλντ Τραμπ, θεωρεί προσωπικά πιο αξιόπιστο το επιθετικό στυλ διαπραγμάτευσης, τα προσωποπαγή μοντέλα και τους ισχυρούς ηγέτες. Χαρακτηριστικά, που πολιτικά συγκεντρώνει μεν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς διαθέτει μεγάλη αυτοδυναμία, συγκεντρωτικό στυλ διοίκησης και έδειξε σθένος με τη δημόσια παρέμβασή του. Παράλληλα, όμως, τα αναιρεί όταν παγιώνει την προώθηση της διμερούς εταιρικής και συμμαχικής σχέσης Ελλάδας-ΗΠΑ, χωρίς αμοιβαίες υποχρεώσεις.
Άγνωστες πτυχές
Στο παρασκήνιο, απ όσα έχουν γίνει γνωστά συζητήθηκαν τα εξοπλιστικά, με κυρίαρχα ζητήματα την αναβάθμιση του στρατού ξηράς με οχήματα και του πολεμικού ναυτικού με πλωτά μέσα, αμφότερα άμεσης παραλαβής για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών, μέχρι την υλοποίηση των προγραμμάτων αναβάθμισης και αγοράς νέων.
Στο στρατό ξηράς τρέχουν μια σειρά από εξοπλιστικά προγράμματα, για νέα και μεταχειρισμένα οχήματα και υλικό, πολλά εκ των οποίων μπορούν να καλυφθούν στο πλαίσιο της νέας διακρατικής συνεργασίας με τις Ελλάδας-ΗΠΑ.
Για το πολεμικό ναυτικό συζητήθηκε με τις ΗΠΑ η επιλογή της αγοράς ΑΒΑΚ (καθώς τα τρέχοντα είναι του ΒΠΠ) και έχουν καταστεί μη λειτουργικά. Επίσης, συζητήθηκε εκ νέου το ενδεχόμενο παραχώρησης φρεγατών από το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό, αν και θεωρείται απίθανο, δεδομένης της πολιτικής δέσμευσης του Ντόναλντ Τραμπ για αύξηση των πλοίων του αμερικανικού ΠΝ στα 355 και της μείωσης του προϋπολογισμού ναυπήγησης.
Η διαμεσολάβηση
Το πλέον περίπλοκο και επικίνδυνο ζήτημα, ωστόσο, εγείρεται από τον συνδυασμό των δηλώσεων του Έλληνα πρωθυπουργού για την ανάγκη αμερικανικής παρέμβασης για την χαλιναγώγηση της τουρκικής προκλητικότητας και το αίτημα διαμεσολαβητικής συνδρομής προς το State Department.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, κατά τις δηλώσεις καλωσορίσματος στο Οβάλ γραφείο, αφού μίλησε για την τουρκική προκλητικότητα, μίλησε για την ανάγκη να αποφευχθούν από όλες τις πλευρές οι προκλήσεις.
Διπλωματικά, όμως αυτή η διατύπωση ως προπομπός του αιτήματος, συνάγεται ως βάση πάνω στην οποία θα ανταποκριθεί η Τουρκία. Όπερ σημαίνει ότι η Άγκυρα θα έχει δικαίωμα να θέσει τους δικούς της όρους για τον προσδιορισμό των προκλήσεων από ελληνικής πλευράς, μεταφέροντας την πίεση στην Αθήνα και μάλιστα μέσω… Ουάσιγκτον.
Αν σε αυτά προστεθούν και οι προσκλήσεις για προσφυγή στη Χάγη, στην παρούσα φάση, με μόνο προαπαιτούμενο την αυτοσυγκράτηση της Τουρκίας και παράλληλα την συναίνεση της Ελλάδας σε μορατόριουμ ενεργειών επί περιοχών που άπτονται της υφαλοκρηπίδας, τότε, η ελληνική κυβέρνηση κινδυνεύει να εμπλακεί σε μια διαπραγμάτευση που δεν μπορεί να κερδίσει.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η συμμόρφωση της Τουρκίας στα νόμιμα, ερμηνεύεται ως υπαναχώρηση, ενώ η δράση της Ελλάδας επί των κεκτημένων καταγράφεται ως πρόκληση.
Συνεπώς, ζήτημα που χρήζει περαιτέρω διασαφήνισης είναι η διατύπωση ενός αιτήματος στη βάση της προστασίας των κοινών ελληνο-αμερικανικών συμφερόντων στην ανατολική Μεσόγειο.
Τέλος, προβληματισμό προκαλεί η παντελής απουσία δημόσιων αναφορών στο Κυπριακό και τις τουρκικές προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ.
Το τεχνικό σκέλος
Σύμφωνα με την “Καθημερινή” η πρωτοβουλία των ΗΠΑ αναμένεται να αναπτυχθεί άμεσα, με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, Μάθιου Πάλμερ, να αναλαμβάνει τις πρώτες επαφές στην περιοχή, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, μεταβαίνει στην Τουρκία τον επόμενο μήνα, ενώ έχει ήδη προγραμματισθεί η επίσκεψή του στην Ελλάδα στις αρχές Μαρτίου, με αφορμή τη συμμετοχή του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Από το Μαξίμου ευελπιστούν ότι η αμερικανική η επιρροή που ασκεί ο Τζέφρι Πάιατ στην ιεραρχία της αμερικανικής διπλωματίας θα κατοχυρώσει τις ελληνικές θέσεις για την τουρκική προκλητικότητα και τον σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως ερμηνεύονται από την Ελλάδα, ως βάση της συζήτησης. Σε αυτή την κατεύθυνση, η ελληνική κυβέρνηση, εκτιμά ότι θα συμβάλλουν Γερουσία και Βουλή καθώς και τα συνδυασμένα συμφέροντα στον East Med.
Ωστόσο, η Άγκυρα έχει δείξει ότι δεν αποδέχεται τις ελληνικές θέσεις ως βάση συζήτησης και προκειμένου να προβάλλει τις δικές της δεν διστάζει να αμφισβητεί και την ελληνική κυριαρχία, όχι μόνο τα κυριαρχικά δικαιώματα.