Στο κατώτερο εύρος των προσδοκιών κινήθηκε η στήριξη που έλαβε η Ελλάδα στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, σχετικά με τις τουρκικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο. Μάλιστα, οι δηλώσεις του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ και η περιορισμένη άμεση αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε, εγείρουν σοβαρές ανησυχίες για την τελική θέση που θα υιοθετήσει η ΕΕ, η οποία θα προσδιοριστεί στη Σύνοδο Κορυφής.
Στην Αθήνα, η ανησυχία για τη στάση που τηρούν οι Ευρωπαίοι εταίροι απέναντι στην Τουρκία, είναι πρόδηλη, δεδομένου ότι ο Ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ, Γιόζιπ Μπόρελ, απέφυγε να χαρακτηρίσει το Μνημόνιο με τη Λιβύη.
Η Ελλάδα προήλθε στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ ζητώντας πλήρη και απερίφραστη καταδίκη της Τουρκίας αλλά αντ΄ αυτού έλαβε αποσπασματική στήριξη και την “ανησυχία” της Επιτροπής δια του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Αν και οι τελικές αποφάσεις για τη στάση που θα κρατήσει, τελικά, η ΕΕ απέναντι στην Τουρκία σχετικά με τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο θα προσδιοριστεί στη Σύνοδο Κορυφής, εν τούτοις οι ενδείξεις δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές για την ώρα.
Ειδικότερα, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ δήλωσε χθες ότι:
«Είναι ξεκάθαρο ότι το μνημόνιο δημιουργεί σημαντικές ανησυχίες»,
Ωστόσο, απαντώντας σε ερώτηση για το κατά πόσο η συμφωνία είναι παράνομη, ο κ. Μπόρελ απέφυγε να απαντήσει ευθέως.
«Δεν είπα ποτέ πως η συμφωνία είναι παράνομη»,
δήλωσε χαρακτηριστικά και δεδομένου ότι δεν έχουν καταλήξει σε συμπέρασμα ακόμα οι κοινοτικές υπηρεσίες ως προς την συμφωνία πρόσθεσε ότι οι υπουργοί εξωτερικών κατέληξαν μετά από πολιτική συζήτηση
«ότι ορισμένες χώρες ειδικότερα η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν μεγάλο πρόβλημα γιατί οι θαλάσσιες ζώνες που μοίρασαν η Τουρκία και η Λιβύη περιλαμβάνουν ελληνικά νησιά και την Κύπρο»,
είπε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος πρόσθεσε πως
«παρακολουθούμε από κοντά το θέμα έχοντας ως αρχή ότι συμφωνία πρέπει να σέβεται το διεθνές δίκαιο, δεν λέω ότι δεν το σέβεται αλλά είπα ότι υπάρχουν προβληματισμοί που εξετάζονται».
Οι θέσεις του καθ ύλην αρμόδιου Επιτρόπου είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές, δεδομένου ότι ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας ζήτησε τη
«ρητή καταδίκη των συγκεκριμένων μνημονίων, τη δημιουργία πλαισίου κυρώσεων, εάν η Τουρκία και η κυβέρνηση της Τρίπολης δεν συμμορφωθούν και βεβαίως τη στήριξη της Ελλάδας και της Κύπρου». Ο ίδιος εξήγησε με τον «πιο σαφή τρόπο ότι η Ελλάδα θα κάνει ό, τι χρειάζεται για να υπερασπίσει την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα».
Επίσης, ερωτηματικά εγείρουν και οι δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα έλαβε την στήριξη από μία σειρά από κράτη μέλη κατά την διάρκεια του Συμβουλίου όπως τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο και την Ολλανδία. «Μάλιστα με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών, τον κ. Ντι Μάιο, συνεννοηθήκαμε για μία προσεχή, άμεση επίσκεψή μου στη Ρώμη, ώστε να συντονίσουμε τις ενέργειές μας», είπε χαρακτηριστικά.
Από την μικρή, ομολογουμένως, ομάδα που προσέφερε άμεση στήριξη στην Ελλάδα απουσίαζε η Γερμανία, αποδυναμώνοντας έτσι τον αντίκτυπο.
Οι δηλώσεις του Νίκου Δένδια
«Ανέπτυξα σήμερα στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων τα ζητήματα τα οποία δημιουργούνται από την υπογραφή των δύο άκυρων μνημονίων μεταξύ της Τουρκίας και της κυβέρνησης της Τρίπολης. Την παραβίαση της συμφωνίας του Skhirat, την ευθεία παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας.
Ανέδειξα το μοντέλο της τουρκικής παραβατικότητας, τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Κύπρο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ζήτησα την ρητή καταδίκη των συγκεκριμένων μνημονίων, τη δημιουργία πλαισίου κυρώσεων, εάν η Τουρκία και η κυβέρνηση της Τρίπολης δεν συμμορφωθούν και βεβαίως τη στήριξη της Ελλάδας και της Κύπρου.
Εξήγησα, επίσης, με τον πιο σαφή τρόπο ότι η Ελλάδα θα κάνει ό, τι χρειάζεται για να υπερασπίσει την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Πρέπει να πω, με ιδιαίτερη ικανοποίηση, ότι λάβαμε ευρύτατη στήριξη από τη Γαλλία, από την Ιταλία, από την Κύπρο, από την Ολλανδία. Μάλιστα με τον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών, τον κ. Di Maio, συνεννοηθήκαμε για μία προσεχή, άμεση επίσκεψή μου στη Ρώμη, ώστε να συντονίσουμε τις ενέργειές μας.
Τελικές αποφάσεις θα λάβει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τη συμμετοχή των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, στο οποίο θα μετάσχει ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης».