Η παγκόσμια κοινή γνώμη παρακολουθεί με ένταση και η ελληνική αποσβολωμένη τις κινήσεις του διδύμου Τραμπ-Ερντογάν καθώς αμφότεροι μάχονται για την πολιτική κυριαρχία και επιβίωση στο εσωτερικό των χωρών τους, όπου η αμφισβήτηση τους προσλαμβάνει συστημικό χαρακτήρα.
Η κλασική συνταγή εξαγωγής της κρίσης, μέσω πολεμικών επιχειρήσεων και διεθνών αντιπαραθέσεων με στόχο άλλοτε τη συσπείρωση και ενίοτε την αλλαγή της ατζέντας έχει τεθεί σε εφαρμογή, με τη βοήθεια της εξελιγμένης προπαγάνδας, που πλέον χαρακτηρίζεται υβριδικός πόλεμος και διεξάγεται μέσα από τα media, social media και δια της πρόκλησης αντιδράσεων που στην ουσία χρησιμεύουν καθώς ενισχύουν την ένταση του μηνύματος,
Τα πρώτα θύματα σε αυτό τον πόλεμο είναι συνήθως τα media και οι δημοσιογράφοι που παρακολουθώντας τις εξελίξεις και υπό την πίεση που δημιουργεί η αμεσότητα της πληροφόρησης και ο ανταγωνισμός, οδηγούνται στην αναπαραγωγή δηλώσεων και προκλήσεων σε εκθετικό επίπεδο.
Η επικείμενη εισβολή της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας έχει δρομολογηθεί από καιρό, ενώ προωθείται μέσω εξαγγελιών, απειλών, επιφανειακών συγκρούσεων συμμάχων και εν τέλει επώδυνων πολιτικών και στρατηγικών συμβιβασμών. Ωστόσο, τα media ακολουθώντας τις ειδήσεις όπως αυτές παράγονται παρουσιάζουν τις απειλές ως τετελεσμένα, τις προδιαγεγραμμένες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις ως κορυφαίες στιγμές και τις δρομολογημένες εξελίξεις ως επίδειξη δύναμης. Έτσι, η εικόνα που δημιουργείται στην κοινή γνώμη διαφέρει παρασάγγας απ’ την πραγματικότητα.
Η αμφισβήτηση του Ερντογάν
Στην υπόθεση της εισβολής της Τουρκίας στη Συρία, ο Ταγίπ Ερντογάν και Τούρκοι πολιτικοί και αξιωματούχοι προετοιμάζουν από καιρό το έδαφος για τη διαμόρφωση ζώνης ασφαλείας στα συροτουρκικά σύνορα, ενώ έφτασαν σε σημείο δημιουργίας κοινού κέντρου επιχειρήσεων, για το σκοπό αυτό με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, στη συνέχεια κυριάρχησαν οι τριβές και η Άγκυρα κατήγγειλε την Ουάσιγκτον ότι ακολουθεί παρελκυστική τακτική. Την ίδια περίοδο, όμως, ο δυναμικός προς τα έξω Ταγίπ Ερντογάν, βιώνει ένα πρωτόγνωρο squeeze, καθώς ηγετικά και προβεβλημένα στελέχη του κόμματός του ασκούν δημόσια κριτική, παραιτούνται και σχηματίζουν νέους πολιτικούς φορείς. Η οικονομία δεν λέει να ανακάμψει και η τουρκική λίρα αν και δεν βρίσκεται στον πάτο έχει τόσο έντονες διακυμάνσεις που υπονομεύει την οικονομική σταθερότητα.
Δεν μπορεί, βέβαια, να παραβλεφθεί η απόσταση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στην Άγκυρα από την Ουάσιγκτον η παραλαβή των S-400, η συνέχιση της κράτησης διπλωματικών υπαλλήλων των ΗΠΑ από τις τουρκικές αρχές και τα επαναλαμβανόμενα πογκρόμ. Ταυτόχρονα, η νέα πίεση που δημιουργείται από την αθρόα εισροή προσφύγων λόγω της αναζωπύρωσης των συγκρούσεων στη Συρία.
Σε αυτά προστίθεται η πίεση από την εδραίωση του νέου γεωοικονομικού δόγματος της Ανατολικής Μεσογείου, με γεωτρήσεις, χάραξη αγωγών και ανακήρυξη ΑΟΖ, δραστηριότητες από τις οποίες η Τουρκία έχει αποκλειστεί, καθώς και η απομάκρυνση από την Ευρώπη και η υιοθέτηση των συμπερασμάτων του Κραν Μοντάνα για ως βάση για το νέο κύκλο διαβουλεύσεων.
Η εσωτερική κρίση του Τραμπ
Από την άλλη πλευρά ο Ντόναλντ Τραμπ νιώθει την πίεση των εκλογών του 2020 να ανεβαίνει, ενώ παράλληλα η έναρξη της διερεύνησης για ενδεχόμενη καθαίρεσή του επιβάλλει μια ιδιαίτερα απρόσφορη και φθοροποιό πολιτική ατζέντα για τον ίδιο, ενώ οι εμπορικές αντιπαραθέσεις με Κίνα και ΕΕ δεν έχουν, μέχρι στιγμής αποδώσει τα αναμενόμενα. Παράλληλα, η οικονομία επιβραδύνει, η προβλεψιμότητα περιορίζεται και το blame game με τη Fed δεν αποδίδει καρπούς.
Έτσι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ κινείται ξανά επιθετικά, επαναφέροντας την αναθεωρητική του ατζέντα για να ενοχλήσει το “βαθύ κράτος των ΗΠΑ” σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πάρει, αρχικά, τον έλεγχο της ατζέντας και εν συνεχεία να διαμορφώσει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δικούς του όρους. Έτσι, ο Ντόναλντ Τραμπ σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσει το αμυντικό λόμπι, ανακοινώνει σχεδόν ταυτόχρονα απόσυρση από το Αφγανιστάν και τη Συρία, κινήσεις που έχει χρησιμοποιήσει και στο παρελθόν χωρίς ωστόσο να τις εκπληρώσει ποτέ.
Παράλληλα, η χρήση του twitter ως ενισχυτή ισχύος της έντασης της φωνής του, άρα και των αντιδράσεων, δίνει την αίσθηση απώλειας του ελέγχου, όταν κάτι δεν ισχύει καθώς η Γερουσία συνεχίζει να ελέγχει πολλά ζητήματα στην εξωτερική πολιτική, ενώ το πετρελαϊκό λόμπι, το Ισραήλ και άλλοι παράγοντες έχουν επίσης λόγο και δυνατότητες να ανακόψουν τη διαδικασία μετουσίωσης των απειλών σε… πράξεις.
Βέβαια, το σκηνικό αυτό για να γίνει αντιληπτό απαιτεί απόσταση από τα γεγονότα, ψύχραιμη ματιά και δυνατότητα αξιολόγησης των ανά χείρας επιλογών και των προοπτικών που αυτές έχουν. Έτσι, επειδή τέτοιος χρόνος δεν υπάρχει στην καθημερινότητα media και κοινή γνώμη εγκλωβίζονται στο δωμάτιο πανικού μαζί με τον Τραμπ και τον Ερντογάν και αναγκάζονται να κινηθούν στο ρυθμό τους.