Εκτός συζήτησης βρίσκεται το ενδεχόμενο μείωσης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2020, όπως ξεκαθάρισε από το βήμα του συνεδρίου του Exonomist στην Ελλάδα ο πρόεδρος του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, επισημαίνοντας ότι ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας δεσμεύθηκε για την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων στη σχεδίαση του προϋπολογισμού για το επόμενο έτος.
Όπερ σημαίνει ότι η Ελλάδα διατηρεί την υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% και το 2020, ενώ ο πρόεδρος του ESM, αναφερόμενος στην τρίτη έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας αναφέρει ότι διαπιστώνεται μεταρρυθμιστική κόπωση και επαναδιατύπωσε ενστάσεις για συγκεκριμένα μέτρα που έλαβε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις, είπε, μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, αναφέροντας συγκεκριμένα την υπαναχώρηση από προηγούμενες μεταρρυθμίσεις και την απόφαση για νέες αυξήσεις δαπανών, ενώ οι καθυστερούμενες οφειλές παραμένουν υψηλότερες του αναμενόμενου. Για να στηριχθεί η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα του χρέους, είναι ζωτικής σημασία σαν τηρηθεί ο συμφωνημένος δρόμος των μεταρρυθμίσεων πέραν του τέλους του προγράμματος, υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στην συνάντηση που είχε χθες με τον νέο υπουργό Οικονομικών, ο κ. Ρέγκλινγκ είπε πως ο κ. Σταϊκούρας
«με διαβεβαίωσε πως η νέα κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στην επίτευξη βιώσιμης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και πως οι συμφωνημένοι δημοσιονομικοί στόχοι θα τηρηθούν όταν σχεδιαστεί ο προϋπολογισμός του 2020. Αυτό είναι πολλά υποσχόμενο για το μέλλον της Ελληνικής οικονομίας. Προσβλέπουμε στη συνεργασία με την Ελληνική κυβέρνηση προς αυτόν τον κοινό στόχο».
Παράλληλα, ο Κλάους Ρέγκλινγκ “έδεσε τα χέρια” της κυβέρνησης στο ζήτημα της μείωσης φορολογικών συντελεστών, καθώς το “πάντρεψε” με τη μείωση του αφορολόγητου, την οποία εισήγαγε η προηγούμενη κυβέρνηση αλλά ψήφισε και η Νέα Δημοκρατία και για τη διατήρησή της δεσμεύθηκε προεκλογικά.
Ευρύτερα, όπως δήλωσε ο κ. Ρέγκλινγκ, τα μέτρα πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τη δικαιοσύνη σε όλη την κοινωνία. Για παράδειγμα, οι κοινωνικές παροχές θα πρέπει να απευθύνονται σε ομάδες όπως οι νέοι και τα άτομα εργάσιμης ηλικίας, όπου είναι υψηλός ο κίνδυνος φτώχειας.