Στην επικαιρότητα και μάλιστα στην κεντρική πολιτική σκηνή φέρνει η κίνηση Πράττω, του Νίκου Κοτζιά, το ζήτημα των μειονοτήτων που εντάσσονται μέσα στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, εγείροντας θέμα οι αποχρώσεις και απολήξεις του οποίου δεν είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού.
Το ζήτημα που έχει εγερθεί στη Θράκη και ιδιαίτερα εντός της μουσουλμανικής μειονότητας εντόπισε και ανέδειξε το Crisis Monitor, προ ολίγων ημερών με σχετικό δημοσίευμα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν στοιχεία, εκείνη την περίοδο που θα μπορούσαν να προϊδεάσουν για τις εξελίξεις που καταγράφονται τώρα.
Αν και τα media προσδιορίζουν το ζήτημα που αναδεικνύει η ανακοίνωση του Πράττω σε πολιτικό θέμα ρήξης με το Μαξίμου, στην πραγματικότητα, στόχος της εκτενούς και αρκετά περιγραφικής, αλλά ασαφούς στα επίμαχα σημεία, ανακοίνωσης είναι να προκαλέσει την ουσιαστική συζήτηση γύρω από το θέμα των Αλεβιτών και να αναδείξει το ζήτημα της “μειονότητας μέσα στη μειονότητα” ως χαρτί της εσωτερικής πολιτικής, έναντι της προσπάθειας που φαίνεται να καταβάλλεται για “εκχώρησή” του στην Τουρκία, στο πλαίσιο της διαδικασίας επαναπροσέγγισης.
Οι Αλεβίτες και άλλες πιο μικρές ακόμα κοινότητες, ενώ ανήκουν πληθυσμιακά στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ποιοτικά διαφοροποιούνται, ενώ οι πρωτοβουλίες που είχαν αναληφθεί τα τελευταία χρόνια είχαν βοηθήσει στην αναβάθμιση τους, έναντι των σουνιτών, περιορίζοντας την επιρροή του τουρκικού προξενείου και των υπηρεσιών πληροφοριών. Τώρα, φαίνεται πως η ελληνική κυβέρνηση υπαναχωρεί έναντι αυτής της πολιτικής, επιτρέποντας δυνητικά την “απαλλοτρίωση” των μικρότερων μειονοτήτων από τη μεγαλύτερη, των σουνιτών, πολιτική που ακολουθούσε για χρόνια η Τουρκία.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η δήλωση-δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη για δίγλωσσα σχολεία, κινείται μεν στην κατεύθυνση της ποιοτικής αναβάθμισης της μειονότητας, παράλληλα, όμως, φαίνεται εξυπηρετεί τα σχέδια της Τουρκίας για υποβάθμιση των ποιοτοικών στοιχείων, που διαφοροποιούν τη μειονότητα και αναβάθμιση των ποσοτικών που την ομογενοποιούν.
Πολιτικά, η ανακοίνωση του Πράττω θέτει ζητήματα που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό, είναι όμως στο περιβάλλον της περιοχής, κινητοποιώντας έτσι δυνάμεις και προκαλώντας συζητήσεις σε τοπικό επίπεδο που δύναται να επηρεάσουν τις εκλογικές και μετεκλογικές ισορροπίες στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.
Οι μάχες για τον έλεγχο της μειονότητας, όμως δεν είναι κάτι νέο, αλλά μια σταθερή κατάσταση, με εξάρσεις και υφέσεις. Η πρώτοβουλία του Πράττω να εκδώσει ανακοίνωση, τώρα, ανεβάζει το θέμα σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο, προκαλώντας ενδεχομένως παρεμβάσεις και εκτός Μαξίμου ή κυβέρνησης, καθώς τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ιδιαίτερα των υποομάδων, βρίσκονται παραδοσιακά στο μικροσκόπιο της ΕΕ και του ΕΔΑΔ.
Η ανακοίνωση του Πράττω:
«Σήμερα το πρωί δόθηκαν στην κυβέρνηση οι παραιτήσεις των τριών μελών του ΠΡΑΤΤΩ, των μόνων που κατείχαν δημόσιες υπεύθυνες θέσεις. Παραιτήσεις που ζητήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από το Μαξίμου με έωλα επιχειρήματα. Η απαίτηση αυτή είναι για μας Αδικαιολόγητη. Είναι Ανεξήγητη έναντι της Κίνησής μας, του πιο παλιού και σταθερού συμμάχου του ΣΥΡΙΖΑ. Ελπίζουμε να μην συνδέεται με το γεγονός ότι αποτελούμε και θα παραμείνουμε μια ξεχωριστή πολιτική οντότητα και οργάνωση, η οποία από το 2011 εξέφραζε και εκείνη τη στροφή της κοινωνίας στα αριστερά και συντάχθηκε με το ΣΥΡΙΖΑ. Η Αδικαιολόγητη απαίτηση του Μαξίμου είναι αντίθετη με τη στάση που κράτησε το ΠΡΑΤΤΩ ως κυβερνητικός εταίρος. Στα 4 προηγούμενα χρόνια όλα τα μέλη του ΠΡΑΤΤΩ στήριξαν την κυβέρνηση σε δύσκολες συνθήκες. Ουδέποτε της έκαναν από θέσεις ευθύνης δημόσια κριτική. Ούτε την άφησαν ακάλυπτη. Ασφαλώς και διατήρησαν τις ιδιαίτερες απόψεις τους ως μέλη ενός πατριωτικού αριστερού κινήματος.
Η μόνη διαφορά που εκδηλώθηκε δημόσια, και όχι με ευθύνη μας, κάθε άλλο, αφορούσε τις σχέσεις της Κυβέρνησης με τον τότε κυβερνητικό εταίρο μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Ζήτημα στο οποίο δικαιώθηκε το ΠΡΑΤΤΩ. Δεν είναι τυχαίο, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών και η θέση μας για την αλλαγή στη σύνθεση της κυβέρνησης αποτέλεσαν, με μεγάλο κόστος για την κίνησή μας, τον καταλύτη για την στροφή προς την Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη.
Είμαστε αναγκασμένοι για άλλη μια φορά να υπογραμμίσουμε στον κυβερνητικό μηχανισμό να μην εμφανίζει θέματα πολιτικής ως προσωπικά προβλήματα. Ότι η υπόγεια πολεμική που δεχόμαστε, είναι αδικαιολόγητη και συχνά πολιτικά λανθασμένη. Τους συμμάχους και συνεργαζόμενους πρέπει κανείς να τους σέβεται και να μην αντιμετωπίζει το φιλικά διαφορετικό ως εχθρικό.
Επειδή η θρυαλλίδα του προβλήματος που πρόκυψε στις σχέσεις μας αφορά την πολιτική της Κυβέρνησης και της αριστεράς τους τελευταίους μήνες στη Θράκη, θέλουμε να επαναλάβουμε: είναι θεμελιακή δημοκρατική απαίτηση να υπερασπιζόμαστε τις μειονότητες μέσα στη μειονότητα. Είναι θεμελιακό σε μια δημοκρατική πολιτεία το δικαίωμα των Ελλήνων Πομάκων, Ρομά και Αλεβιτών να μην υποτάσσονται στο τουρκικό προξενείο, στις προσπάθειές του να τους ποδηγετήσει με την παραδοσιακή συμβολή ορισμένων ελληνικών δυνάμεων.
Ως ΠΡΑΤΤΩ υπερασπιστήκαμε με πάθος, και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, τα δικαιώματα των Ελλήνων μουσουλμάνων και χριστιανών στην περιοχή. Δηλώνουμε για άλλη μια φορά ότι θα υπερασπιστούμε τα νηπιαγωγεία και τις βιβλιοθήκες που φτιάχτηκαν κατά δεκάδες τα τελευταία χρόνια στη Θράκη στα πλαίσια της κοινής πολιτικής μας. Θα υπερασπιστούμε το δικαίωμα των Πομάκων να μην υποχρεώνονται να μαθαίνουν μια ξένη για αυτούς γλώσσα, τα τούρκικα. Θα αντιπαλέψουμε κάθε προσπάθεια να παραδοθούν οι Έλληνες μουσουλμάνοι στα χέρια τρίτων. Θα πολεμήσουμε κάθε επιδίωξη δημιουργίας εκ νέου συνθηκών φόβου στις κοινότητες των Ελλήνων μουσουλμάνων που αντιπαλέψαμε τα τέσσερα τελευταία χρόνια με μεγάλο κόπο και πολλές θετικές ενέργειες. Αυτό αφορά και συγκεκριμένους ελληνικούς θεσμούς. Τέλος, θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε την ένταξη των συλλόγων των Πομάκων στην FUEN ώστε να σπάσει το μονοπώλιο διεθνούς αναγνώρισης των οργανώσεων του Προξενείου.
Το ΠΡΑΤΤΩ αταλάντευτα θα παραμείνει στο μεγάλο μέτωπο για τη δημιουργία μιας Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης. Θα συμμετάσχει σταθερά στη μάχη ενάντια στη δεξιά και στην ακροδεξιά, τον νεοφιλελευθερισμό και τον αυταρχισμό, στην υπεράσπιση της πατρίδας και του λαού».