Έκθεση η οποία εξαντλεί τα περιθώρια ερμηνειών, δοκιμάζει τον πλούτο και το βάθος γνώσεων ακόμα και του πιο δεινού οικονομικού ρήτορα και προσεγγίζει αυτές της ΕΚΤ και της Fed, εξέδωσε η Κομισιον για την ελληνική οικονομία, στο πλαίσιο της κανονικής αξιολόγησης του Ευρωπαϊκού εξαμήνου, όπου φαίνεται ότι θέλει να καταστήσει σαφές ότι διαφωνεί με τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση, αλλά εν τούτοις τις αποδέχεται ως ικανές να επιτύχουν τους συμφωνηθέντες στόχους, με την εξαίρεση των τραπεζών.
Εν συνόλω η έκθεση χαρακτηρίζεται, θετική δημοσιονομικά, ισορροπημένη πολιτικά, επιφυλακτική στα μέτρα κοινωνικής πολιτικής και επικριτική για την κυβερνητική πολιτική στις τράπεζες και τις αποκρατικοποιήσεις, καθώς διαπιστώνει την εν γένει συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα, επιβεβαιώνει τους αναπτυξιακούς στόχους και τις προβλέψεις για τα πλεονάσματα, ενώ παράλληλα θέτει το δάκτυλο επί τύπου των ήλων, επισημαίνοντας εν δυνάμει επιβαρύνσεις από δικαστικές διεκδικήσεις και ολιγωρία στην υλοποίηση της νομικής εργαλειοθήκης για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, η Κομισιόν στέκεται στην καλύτερη των προσδοκιών απόδοση της νέας έκδοσης 5ετούς 10ετούς ομολόγου, που έπεσε στο 3,6% (έναντι προβλέψεων για 3,75-3,85%), παρατηρώντας ωστόσο τα “ανεβασμένα” spreads, τα οποία αποδίδει “όχι μόνο σε εξωγενείς συνθήκες στις αγορές, αλλά κυρίως σε εσωτερικούς παράγοντες”.
Η έκθεση επιβεβαιώνει αναπτυξιακούς στόχους για το 2018 και τα προσεχή έτη, όπως έχουν περιγραφεί στο Μεσοπρόθεσμο, όπως άλλωστε και τους δημοσιονομικούς, ενώ αναγνωρίζει τις καλύτερες των αναμενομένων επιδόσεις στην αγορά εργασίας.
Η κυβέρνηση, σύμφωνα με την έκθεση, αποτυγχάνει στην υλοποίηση των δεσμεύσεων για την εξυγίανση των τραπεζών και στην πώληση λιγνιτικών μονάδων, όπου εντοπίζει σειρά καθυστερήσεων και ολιγωριών. Όσον αφορά στις τράπεζες, αν και δεν είναι σαφές που οφείλονται οι καθυστερήσεις, απέναντι στις αγορές, όμως, οι διατυπώσεις της Κομισιόν υποσκάπτουν τις προοπτικές άμεσης εξόδου.
Το δημοσιονομικό μαξιλάρι ανερχόταν στο τέλος του 2018 στα 26,8 δισ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με DSA και χωρίς νέες εκδόσεις προβλέπεται να υποχωρήσει στα 16,1 δισ. στο τέλος του 2019, ενώ εκτιμάται ότι επιτυγχάνεται και ο στόχος του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα. Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η οποία παραμένει εν γένει αμετάβλητη από το Νοέμβριο του 2018, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους διατηρούνται χαμηλά, στο 10% του ΑΕΠ μέχρι το 2032, ενώ στη συνέχεια αυξάνονται σταδιακά αλλά να παραμείνουν σε βιώσιμα επίπεδα, πέριξ του 18% μέχρι το 2060.
Πολιτικά, η έκθεση αναφέρεται αποστασιοποιημένα ή και αρνητικά σε δράσεις κυβερνητικής πολιτικής μετά την έξοδο από το Μνημόνιο, εγείροντας ερωτηματικά για τον αντίκτυπο που ενδεχομένως θα έχουν άλλες δημοσιονομικά και άλλες στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, εστιάζοντας στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στην αντιστροφή συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων με τον ESM στον τομέα της Υγείας. Επίσης, επισημαίνεται η χαμηλή απόδοση της Ελλάδας σε δείκτες ανταγωνιστικότητας και προσέλκυσης επενδύσεων.
Η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει αρκετές πηγές μακροοικονομικών ανισορροπιών και η προσαρμογή της συνεχίζεται. Έχει επιτευχθεί πρόοδος σε αρκετούς τομείς, περιλαμβανομένου του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, της αγοράς εργασίας και της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας. Η απομόλχευση στον ιδιωτικό τομέα προχωρά και οι τράπεζες μειώνουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί σταθερά τα επόμενα χρόνια, επωφελούμενο από ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες και από τις προβλεπόμενες εξελίξεις στο δημοσιονομικό ισοζύγιο. Δυο τομείς που αργούν να προσαρμοστούν είναι η καθαρή εξωτερική θέση, όπου ο ρυθμός της βελτίωσης είναι ισχνός, και η παραγωγικότητα, η οποία δεν έχει ακόμα αυξηθεί.
Αν και όλοι οι βασικοί δείκτες δείχνουν πως οι ανισορροπίες οδεύουν προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο εξακολουθούν να υπολείπονται των σχετικών benchmarks. Οι βασικές αδυναμίες σχετίζονται με το μεγάλο απόθεμα του δημόσιου χρέους και με τις εξωτερικές υποχρεώσεις. Η πρόσφατη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της ανεργίας βοηθούν σταδιακά στη μείωση του ισοζυγίου των ρίσκων. Οι βασικές προκλήσεις είναι πλέον συγκεντρωμένες στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που νομοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων διάσωσης προκειμένου να τονωθούν οι επενδύσεις και να ενισχυθεί η παραγωγικότητα με βιώσιμο τρόπο.
Η αποτελεσματική εφαρμογή και η εμβάθυνση των μέτρων πολιτικής που υπάρχουν είναι ουσιώδους σημασίας για την περαιτέρω μείωση των ανισορροπιών, τονίζει η Κομισιόν. Υπήρξε αξιοσημείωτη πρόοδος σε ορισμένους τομείς του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του διοικητικού βάρους, όπως η ομαλή εφαρμογή των ηλεκτρονικών one-stop shops για την εγγραφή επιχειρήσεων και τη μεταρρύθμιση των διαδικασιών αδειοδότησης και επιθεώρησης. Ωστόσο, ορισμένα ζητήματα όπως οι αλληλεπικαλύψεις για την ίδρυση επιχειρήσεων εξακολουθούν να εμποδίζουν το επιχειρείν και να αποθαρρύνουν τις επενδύσεις. Κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων διάσωσης υπήρξαν μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας και η εφαρμογή τους παρακολουθείται στο πρόγραμμα της ενισχυμένης μεταμνημονιακής παρακολούθησης.
Η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους αναμένεται να καλλιεργήσει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μεσομακροπρόθεσμα, ενώ έχουν ληφθεί ευρεία μέτρα για τη στήριξη της σταθερότητας και της αποτελεσματικότητας του χρηματοοικονομικού κλάδου.
Για την αγορά εργασίας, η Κομισιόν σημειώνει πως οι επιδόσεις της είναι καλύτερες του αναμενόμενου, όμως εξακολουθεί να υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα σε σχέση με την προ κρίσεως κατάσταση αλλά και σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ. Η Ελλάδα συνεχίζει να έχει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ. Η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία χρειάζονται ακόμα προσοχή. Επιπλέον, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Ελλάδα επηρεάζεται πολύ από τις μεταναστευτικές ροές. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν είναι πλέον ξεκάθαρη χώρα transit αλλά έχει γίνει χώρα εγκατάστασης, όπως δείχνει και η αυξανόμενη αναλογία στον πληθυσμό των ατόμων που δεν έχουν γεννηθεί στη ΕΕ (8,4%). Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί σειρά προκλήσεων, ιδιαίτερα στον τομέα της απασχόλησης και των κοινωνικών πολιτικών.
Τέλος, ιδιαίτερα θετικές είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας στη μείωση της ανασφάλιστης εργασίας καθώς έχει υποχωρήσει από τα επίπεδα του 40% το 2013, στο 10% περίπου σήμερα, ενώ παράλληλα καταγράφεται και σημαντική -άνω των προβλέψεων- αύξηση της απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας.