Κρυφή ατζέντα με στόχους και ζητήματα που δεν αναφέρονται, ούτε αναλύονται από τα media προωθούν οι τραπεζίτες, στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι τις έντονες διεθνείς πιέσεις για την εκκαθάριση των ισολογισμών τους και τον θόρυβο που προκαλούν οι -εν εξελίξει- διαπραγματεύσεις για την αναδιάταξη του θεσμικού και την αναμόρφωση του νομικού πλαισίου λειτουργίας των τραπεζών.
Ενώ τα media επικεντρώνουν στις ζυμώσεις για τον μηχανισμό εκκαθάρισης των ισολογισμών των τραπεζών, οι τραπεζίτες επιχειρούν να επιβάλλουν, διαδικασία προοδευτικής μείωσης του λειτουργικού κόστους, μέσα από την αναπροσαρμογή των εργασιακών σχέσεων. Στόχος είναι η περιστολή του λειτουργικού κόστους και η βελτίωση των δεικτών αποδοτικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι διοικήσεις των τραπεζών, πιέζουν μαζικά τραπεζοϋπαλλήλους στις θυγατρικές-εισπρακτικές και διαχείρισης, για τις οποίες έχουν εκπονήσει και εφαρμόζουν σχέδια spin-off, ώστε να αποδεχθούν υποβάθμιση του εργασιακού τους status, ενώ ταυτόχρονα υλοποιούν προγράμματα κινητικότητας και εθελουσίας εξόδου, τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμα και ως μέσο πίεσης.
Με τον τρόπο αυτό, οι τραπεζίτες θέλουν να μειώσουν δραστικά το κόστος λειτουργίας, ενώ δημιουργώντας μια νέα μορφή εταιριών, αρχικά, να περιορίσουν το κόστος διαχείρισης δανειακών χαρτοφυλακίων, άρα να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους και ενδεχομένως, σε δεύτερη φάση, τις τιμές πώλησης NPLe’s-NPL’s.
Η παράμετρος αυτή, χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα κρίσιμη, ενώ εντάσσεται στον σχεδιασμό για απόσχιση και πώληση τόσο των ήδη υπαρχόντων εταιριών διαχείρισης NPL’s αλλά και για τα νέα SPV’s που θέλουν να δημιουργήσουν.
Ωστόσο, οι αντιδράσεις από τους εργαζομένους αναμένονται έντονες. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, κάτι τέτοιο μπορεί να υπονομεύσει την προοπτική υλοποίησης του σχεδίου. Το ενδεχόμενο αποτυχίας στην εφαρμογή του σχεδίου αυτού, θα μπορούσε να προκαλέσει ευρύτερες επιπλοκές, καθώς δυναμιτίζει τον σχεδιασμό εξορθολογισμού του λειτουργικού μοντέλου και περιορισμού του επιχειρησιακού κινδύνου των τραπεζών, μεγέθη που έχουν άμεση και έντονη επιρροή στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας τους.
α. της ενίσχυσης της εξωδικαστικής διαδικασίας και τον καθορισμού σαφούς και απαρέγκλιτου χρονοδιαγράμματος δράσεων, ώστε να καταστήσουν τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών, πιο άμεσα ρευστοποιήσημα
β. Εξυγχρονισμό και επικαιροποίηση της νομοθεσίας ιδιωτικών πτωχεύσεων και αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων
γ. την υιοθέτηση μιας ολιστικής πρότασης για τα «κόκκινα» δάνεια μέσα από τις προτάσεις του ΤΧΣ και της ΤτΕ και
δ. Τη μείωση και ελαστικοποίηση του λειτουργικού κόστους, ώστε να καθίσταται διαχειρίσιμο και να συναρτάται με την αποδοτικότητα και τον όγκο των υπό διαχείριση NPL’s.
Η θεραπεία για NPL’s-NPE’s
Το μοντέλο της Τράπεζας της Ελλάδος παρουσιάστηκε στην Κομισιόν και στο Supervisory Board του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM).
Η έγκριση και των δύο σχεδίων από ΤτΕ – ΤΧΣ και της λειτουργικότητάς τους αναμένεται από την DG Comp, της οποίας προΐσταται η Μαργκρέτ Βεστάγκερ. Εκεί, θα απαιτηθεί πρόσθετη έκθεση από το υπουργείο Οικονομικών, ώστε να διαπιστωθεί η στάση της αρχής σε θέματα κρατικής ενίσχυσης.
Αυτό συμβαίνει καθώς τα σχέδια βασίζονται στη χρήση κεφαλαίων από το κεφαλαιακό απόθεμα του Δημοσίου, το οποίο αν και θα χρησιμοποιηθεί, εν τούτοις το Δημόσιο δεν θα λάβει μετοχές των τραπεζών, σε αντάλλαγμα, όπως συνέβαινε στη διαδικασία bailout, αλλά θα παίξει το ρόλο του safe harbor για την προσέλκυση επενδυτών.
Σε κάθε περίπτωση, για την υλοποίηση τόσο του σχεδίου της ΤτΕ όσο και του αντίστοιχου του ΤΧΣ, θα απαιτηθεί εύλογο χρονικό διάστημα, πολυτέλεια που όμως δεν υπάρχει, για τις περισσότερες τράπεζες, οι οποίες βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και αναζητούν ρευστότητα.
Για να αντισταθμίσουν το κόστος των καθυστερήσεων, στην εφαρμογή των σχεδίων, οι τραπεζίτες ζητούν την άμεση χαλάρωση του πλαισίου διαχείρισης κόκκινων δανείων, ως προς τους στόχους του SSM, ώστε να περιοριστεί το αναλαμβανόμενο ρίσκο για τους εν δυνάμει επενδυτές.
Αίσθηση της κρισιμότητας, έδωσε προσφάτως με δηλώσεις του ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιάννης Δραγασάκης, σημειώνοντας πως αν δεν βρεθεί λύση για τα «κόκκινα» δάνεια, οι τράπεζες θα χρειαστούν μια τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση που θα κληθούν να την πληρώσουν οι φορολογούμενοι. Έτσι η εκτίμηση είναι πως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επιχείρησε να διαμηνύσει ένα αυστηρότερο πλαίσιο από το υπάρχον του νόμου Κατσέλη.
Αν και στη συνέχεια ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ανασκεύασε μερικών, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν αναφέρθηκε σε “νέα ανακεφαλαιοποίηση” των τραπεζών, οι δηλώσεις του αυξάνουν την πίεση, το ρίσκο και την κινητικότητα.