Νέες διαδηλώσεις, με μεγάλη συμμετοχή, διοργανώθηκαν το Σαββατοκύριακο στη Σερβία, με τους διαδηλωτές να εγκαλούν την κυβέρνηση και τα media για προσπάθεια φίμωσης του κινήματος, ενώ στοχοποιούν τον πρόεδρο, Αλεξάντρ Βούτσιτς, τον οποίο καταγγέλλουν για διαφθορά.
Χρονικά, η έναρξη των διαδηλώσεων στη Σερβία συνέπεσε με το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” στη Γαλλία, τις αναταραχές στην Αλβανία και την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης Βελιγραδίου-Πρίστινας.
Γεωπολιτικά, τα γεγονότα αυτά είναι ασύνδετα μεταξύ τους, πολιτικά όμως η κοινή συνισταμένη των αντιδράσεων είναι η πολιτική αποσταθεροποίηση των κυβερνήσεων, υποβάλλοντας ταυτόχρονα σε stress test ένα τόξο χωρών που φαίνεται να πρωταγωνιστούν στις διεργασίες στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.
Στη Σερβία, όμως, ο πρόεδρος διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία, ενώ η αντιπολίτευση διάκειται φιλικά προς τη Γαλλία και τη Γερμανία, διαφοροποιώντας ουσιαστικά το πολιτικό μείγμα, από αυτό που καταγράφεται στη Γαλλία και την Αλβανία, όπου οι κυβερνήσεις αντιμάχονται τα σχέδια του Κρεμλίνου.
Δύο μέρες πριν, οι διοργανωτές της διαδήλωσης είχαν στείλει δελτίο Τύπου, δίνοντας προθεσμία στο τηλεοπτικό δίκτυο RTS να ανταποκριθεί στο αίτημά τους, για τη φιλοξενία εκπροσώπου του κινήματος.
“Θέλουμε το RTS, σε κάθε δελτίο ειδήσεων να επιτρέπει στην αντιπολίτευση να εκφράσει τις απόψεις της. Υπενθυμίζουμε ότι αυτή νομικά κατοχυρωμένη υποχρέωση για τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα », ανέφερε το δελτίο Τύπου, στις 20 Δεκεμβρίου.
Αυτή είναι η τρίτη αντι-κυβερνητική διαμαρτυρία αυτού του μήνα, αφού αρκετοί χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε πορείες στο Βελιγράδι στις 8 και 15 Δεκεμβρίου, οι οποίες ξεκίνησαν επ’ αφορμής, επίθεσης σε πολιτικό της αντιπολίτευσης.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι στην Ευρωπαϊκή Έκθεση Προόδου του 2018, για τη Σερβία, η Κομισιόν αναφέρει ότι η διαθέσιμη χρηματοδότηση για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς της Σερβίας, το RTS και την RTV, είναι ανεπαρκής.
Ο προσωρινός χαρακτήρας του μοντέλου χρηματοδότησης – ένας συνδυασμός συνδρομών, επιδοτήσεων του προϋπολογισμού και εμπορικών συνεισφορών – τους αφήνει ευάλωτους στην πολιτική επιρροή, ανέφερε η έκθεση.
Επίσης, προστίθεται ότι δημόσιες αυτού του είδους υπηρεσίες θα πρέπει “να συμμετάσχουν πιο ενεργά στο άνοιγμα των προγραμμάτων τους σε ένα πλήθος απόψεων και στην προώθηση του δημόσιου διαλόγου”.
Οι αναφορές αυτές, συμπίπτουν με την πεμπτουσία του κινήματος των διαδηλωτών, σκιαγραφώντας ένα πιο συγκεκριμένο πλαίσιο πίεσης προς τον Βούτσιτς, αν και η αντιπαράθεση υποβαθμίζεται από τα τοπικά media, ενώ “καμουφλάρεται” πίσω από το γενικότερο κίνημα που εκδηλώνεται στην Ευρώπη.
Αν και τόσο η κυβέρνηση Βούτσιτς, όσο και οι Ευρωπαίοι έκαναν μεγάλες προσπάθειες για να συγκαλύψουν τη μεταξύ τους σύγκρουση, ως την πραγματική αιτία των διαδηλώσεων, η εικόνα ξεκαθαρίζει, εφόσον οι εξελίξεις ειδωθούν υπό το κατάλληλο πρίσμα.
Ο πρόεδρος της Σερβίας, αν και δημοσίως επιμένει στο δόγμα της στρατιωτικής ουδετερότητας, αντικρούοντας έτσι τις πιέσεις για ένταξη στο NATO, επιζητά την προσέγγιση με την ΕΕ, για την οποία, όμως, προϋπόθεση αποτελεί η εξομάλυνση των σχέσεων με το Κόσοβο, το οποίο η Σερβία δεν αναγνωρίζει, ακόμα.
Το σύμπλεγμα των ισορροπιών που πρέπει να διαμορφωθούν για την αναγνώριση του Κοσόβου και τη μετεξέλιξη της Σερβίας, αντιβαίνουν, σε πολλά σημεία τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος Βούτσιτς να υπαναχωρεί έναντι δεσμεύσεων, ή να τις υπονομεύει. Αντίστοιχες συμπεριφορές παράγει και η Πρίστινα, η οποία βιώνει και νέα πολιτική κρίση εξαιτίας της διαφωνίας προέδρου-πρωθυπουργού σε σειρά ζητημάτων, με αποκορύφωμα τη συμφωνία ανταλλαγής εδαφών και επαναχάραξης συνόρων με τη Σερβία.