Παγιδευμένοι στη λογική της αντιπαράθεσης υψηλών τόνων βρίσκονται Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας, καθώς το εκλογικό 2019 βρίσκει κόμματα και στελέχη αποστασιοποιημένα από τις ηγεσίες τους, ενώ η απειλή της ακροδεξιάς που ελλοχεύει αναγκάζει ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ να καταλάβουν χώρους και να δημιουργήσουν αναχώματα που θα έπρεπε να έχουν εκλείψει.
Η χθεσινή ομιλία του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας στη Βουλή, που στιγματίστηκε από το φραστικό επεισόδιο με τον πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση, είναι ενδεικτικό της προσπάθειας να ανέβουν οι τόνοι, να διευρυνθεί το πεδίο της αντιπαράθεσης και να δημιουργηθεί η εικόνα πλήρους και καθολικής αντίθεσης.
Η καλλιέργεια κλίματος ακραίας πόλωσης, όμως, κάθε άλλο παρά καινοφανής πρακτική είναι, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, καθώς έχει κατ επανάληψη επιστρατευτεί όταν οι ηγέτες νιώθουν αδύναμη τη συσπείρωση στο εσωτερικό των κομμάτων, ή φοβούνται ένα ακμάζον κλίμα αμφισβήτησης μεταξύ των στελεχών τους.
Η ψήφιση, δε, της Συμφωνίας των Πρεσπών, θα αποτελέσει επίσης έναυσμα και καταλύτη πολιτικών μετασχηματισμών, καθώς το Ποτάμι αναδεικνύεται σε καταλύτη εξελίξεων, ενώ δεν μπορούν να αποκλειστούν και εκπλήξεις από το στρατόπεδο του ΚΙΝ.ΑΛ, ιδιαίτερα, εάν περάσει η πρόταση του Νίκου Κοτζιά για μυστική ψηφοφορία.
Τα νέα δεδομένα που θα δημιουργήσει η ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών στο πεδίο των κοινοβουλευτικών ισορροπιών, αναμένεται -σε μεγάλο βαθμό- να αποτελέσουν οδηγό των εκλογικών και μετεκλγογικών διεργασιών.
Στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, το άνοιγμα στο κέντρο με την ενσωμάτωση της Κατερίνας Μάρκου, του Πέτρου Τατασόπουλου, του Αντώνη Πανούτσου και εσχάτως του Χάρη Θεοχάρη, έδωσε στίγμα απομάκρυνσης από την ακροδεξιά, χώρος που όμως δεν μπορεί να μείνει ακάλυπτος. Έτσι, ενώ ο πρόεδρος της ΝΔ εντάσσει στελέχη του κεντρώου χώρου, μετακινείται ο ίδιος, ρητορικά και πολιτικά στις θέσεις που εξέπεμπε η ακροδεξιά, στοχεύοντας να πετύχει την αμφίπλευρη διεύρυνση.
Ο Αλέξης Τσίπρας, από την άλλη πλευρά, επιχειρεί κάτι αντίστοιχο, καθώς επίσης προσεγγίζει το κέντρο με δηλώσεις, προσκλητήρια και νέες πρωτοβουλίες συνεργασιών, επιχειρεί να επανακτήσει χώρο και στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ με σκληρή και ταξική ρητορική, περιχακώνοντας τον χώρο έναντι αριστεριστών και του ΚΚΕ.
Οι στρατηγικές αυτές, βέβαια, είναι βραχύβιες, εξαντλούν την κομματική βάση και κουράζουν την κοινωνία, ενώ στόχο έχουν την ανάδειξη του ηγετικού προφίλ των αρχηγών.
Ο κίνδυνος οι υψηλοί τόνοι να οδηγήσουν σε αυτοπαγίδευση αμφότερων των ηγετών είναι πάντα ορατός, ενώ το πολιτικό κεφάλαιο που καταναλώνεται μπορεί να καταστήσει οποιαδήποτε νίκη πύρρειο, υπονομεύοντας τη δυνατότητα διακυβέρνησης και αποδυναμώνοντας τους ίδιους τους πολιτικούς αρχηγούς.
Η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης, όπως αυτή καταγράφεται τον τελευταίο καιρό και με ενόψει των νέων συνθηκών που θα δημιουργήσει η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος στην πΓΔΜ, ενόψει του εκλογικού 2019 διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα ρευστό πολιτικό σκηνικό.
Πρέσπες και σενάρια εξελίξεων
Σενάρια περί πρόωρων εκλογών τον Μάρτιο, υπολογίζοντας ότι η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών θα επιχειρηθεί λίγο πριν, επανέρχονται με ένταση στην επικαιρότητα, καθώς ο Πάνος Καμμένος φαίνεται να αναζητεί τον κατάλληλο χρόνο για την ηρωική έξοδο.
Την ίδια στιγμή ο Αλέξης Τσίπρας αναζητά κοινοβουλευτικές στηρίξεις που θα του επιτρέψουν να πορευθεί μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών και την αποχώρηση του Πάνου Καμμένου, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης στήνει γραμμές άμυνας θέλοντας να κερδίσει το πολιτικό πλεονέκτημα.
Η αντιπολίτευση, πάντως, επιχειρεί και μέσω των media να θέσει απριόρι θέμα πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης, θέλοντας να “κάψει” χαρτιά και να εξαντλήσει τον πολιτικό χρόνο, ώστε να επισπευσθούν οι εξελίξεις, εξωθώντας τον Αλέξη Τσίπρα σε ελιγμούς εκτός ισορροπίας.
Σύμφωνα με την τρέχουσα διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού το Ποτάμι και ο Σταύρος Θοδωράκης αναμένεται να καταστούν καταλύτης των εξελίξεων.
Για να υλοποιηθούν τα σχέδια του Μαξίμου περί ψήφισης της Συμνφωνίας των Πρεσπών με απόλυτη πλειοψηφία, πρέπει το Ποτάμι – ήτοι οι κ. Σταύρος Θεοδωράκης, Γ. Μαυρωτάς και Σπ. Λυκούδης – να ψηφίσουν «ναι». Η αναφορά σε αυτές τις τρεις ψήφους γίνεται διότι ο Σπ. Δανέλλης συνεχίζει να στηρίζει αναφανδόν τη συμφωνία, ενώ οι Γ. Αμυράς και Γρ. Ψαριανός έχουν δηλώσει επανειλημμένως ότι δεν θα ψηφίσουν τη συμφωνία των Πρεσπών.
Στους 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ – εφόσον δεν υπάρξει κάποια αρνητική έκπληξη για το πρωθυπουργικό επιτελείο – συν τον κ. Δανέλλη, το Μαξίμου προσθέτει τις ψήφους της υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη Κατερίνας Παπακώστα, του προέδρου της ΔΗΜΑΡ και βουλευτή της ΔΗΣΥ Θ. Θεοχαρόπουλου ο οποίος εκφράζεται επί της αρχής θετικά, στην πράξη ωστόσο αντιμετωπίζει με μεγάλη δυσπιστία την συμφωνία, ενώ έχει να αντιμετωπίσει και τις αντιδράσεις της Χαριλάου Τρικούπη. Σε μία από τις τελευταίες του παρεμβάσεις, ο κ. Θεοχαρόπουλος έχει συνδέσει τη θετική του ψήφο με την προκήρυξη εκλογών από τον κ. Τσίπρα, πριν από την κύρωση της συμφωνίας.
Επίσης, όπως φαίνεται, σύντομα θα καρποφορήσει και το πολιτικό φλερτ ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τον βουλευτή της Ένωσης Κεντρώων Γιάννη Σαρίδη, καθώς ήδη υπερψήφισε τον προϋπολογισμό.
Έτσι, με τις ψήφους των Δανέλλη και Παπακώστα, Παπαχριστόπουλου, Κουντουρά – για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θα ψηφίσει τη συμφωνία, οι ΑΝΕΛ και Σαρίδη, η «εναλλακτική πλειοψηφία στην οποία στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ φτάνει στις 150 ψήφους, καθιστώντας το Ποτάμι καταλύτη των εξελίξεων.