Σε αχαρτογράφητα ύδατα εισέρχεται το Κόσοβο, καθώς η Βουλή αποφάσισε τη μετατροπή της δύναμης ασφαλείας (KSF) από στρατοχωροφυλακή σε τακτικό στρατό, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Σερβίας και οδηγώντας τα Βαλκάνια στο χείλος μιας ακόμη εθνοτικής κρίσης, παρά την έντονη και διαρκή παρουσία του NATO και την αναβίωση της ευρωπαϊκής προοπτικής, στο πλαίσιο πακέτου μέτρων σταθεροποίησης της περιοχής.
Υπέρ της δημιουργίας στρατού που θα στελεχωθεί με 5.000 άνδρες τάχθηκε την Παρασκευή η Βουλή του Κοσόβου, μία εβδομάδα αφότου η πρωθυπουργός της Σερβίας άφησε να εννοηθεί ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να προκαλέσει τη στρατιωτική επέμβαση του Βελιγραδίου.
Η κίνηση αυτή έρχεται τη στιγμή που το Κόσοβο αντιμετωπίζει εσωτερική πολιτική κρίση λόγω της προσπάθειας του προέδρου Χασίμ Θάτσι για επαναπροσέγγιση με τη Σερβία και της συμφωνίας με τον ομόλογό του Αλεξάνταρ Βούτσιτς για επαναχάραξη συνόρων, στην οποία αντιτίθεται ο πρωθυπουργός του Κοσόβου.
Η απόφαση αυτή, που έρχεται μία δεκαετία μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, χαρακτηρίστηκε ως «ιστορική» από τα Ηνωμένα Εθνη, αλλά το ΝΑΤΟ θεωρεί ότι δεν θα βοηθήσει στις προσπάθειες για εξομάλυνση των εντάσεων μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας, αντίληψη που συμμερίζεται και η ΕΕ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χαιρέτισαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και επαναβεβαίωσαν τη στήριξή τους για τη «σταδιακή μετάβαση… σε μια δύναμη που θα έχει την εντολή της εδαφικής προάσπισης, κάτι που αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα του Κοσόβου».
Η αμερικανική πρεσβεία στην Πρίστινα παρότρυνε με ανακοίνωσή της το Κόσοβο να συνεχίσει τη στενή συνεργασία με τους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ. Στην ανακοίνωση επισημαίνεται επίσης ότι «η περιφερειακή σταθερότητα απαιτεί γνήσιες προσπάθειες από το Κόσοβο για την εξομάλυνση των σχέσεων με τη γειτονική Σερβία και τη λήψη άμεσων μέτρων για τη δημιουργία συνθηκών που θα επιτρέψουν να υπάρξει πρόοδος στον διάλογο».
Με την προοπτική δημιουργίας στρατού του Κοσόβου έχει διαφωνήσει ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, χαρακτηρίζοντας τα σχέδια της Πρίστινας «άκαιρα, αντίθετα προς τις συστάσεις πολλών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και ικανά να επιφέρουν αρνητικές συνέπειες για τις ενταξιακές προοπτικές του Κοσόβου στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ».
Οι θέσεις που έχουν εκφραστεί είναι σε πολλές περιπτώσεις αντικρουόμενες και ενδεικτικές των εγγενών διαφοροποιήσεων που υπάρχουν ακόμα και στο πλαίσιο της ΕΕ, του NATO και μεταξύ της Συμμαχίας και των ΗΠΑ.
Το σκηνικό που δημιουργείται όμως, οδηγεί σε έξαρση του γεωπολιτικού ρίσκου στην περιοχή, ευνοώντας τη Ρωσία και θέτοντας τροχοπέδη στην ευρωατλαντική πορεία όχι μόνο του Κοσόβου αλλά και της Σερβίας, ενώ επανέρχεται ο φόβος εθνικιστικών εξάρσεων στην Αλβανία και την πΓΔΜ. Ο κίνδυνος εκτροχιασμού της περιοχής είναι πλέον όχι απλά υπαρκτός, αλλά ορατός και οι ενέργειες σταθεροποίησης και επούλωσης των πληγών μπορούν εύκολα να ανασχεθούν.
Το νομοσχέδιο υπερψήφισαν 105 βουλευτές από τους 120 συνολικά.
Αν και ο σχηματισμός του στρατού μπορεί να χρειαστεί αρκετά χρόνια, Σέρβοι πολιτικοί εκτιμούν ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ώστε να εκδιωχθούν οι εναπομείναντες Σέρβοι από το Κόσοβο, μια κατηγορία που αρνούνται ωστόσο οι ηγέτες των Αλβανών του Κοσόβου οι οποίοι στηρίζονται στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ για να έρθει η ανάπτυξη στη φτωχή αυτή χώρα των Βαλκανίων.
Η δημιουργία τακτικού στρατού όμως από το Κόσοβο, σε αυτή τη φάση, ενώ ο μετασχηματισμός των δυτικών Βαλκανίων βρίσκεται σε εξέλιξη, ξυπνά μνήμες και εγείρει ανησυχία για την αναβίωση του UCK, του εθνικιστικού στρατού του Κοσσυφοπεδίου, ο ρολος του οποίου στις εθνικιστικές και εθνοτικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 παραμένει θολός και σε πολλές περιπτώσεις εμπρηστικός, ενώ ευθύνεται για αλυτρωτισμούς και επικίνδυνους εθνικισμούς.
Παρά τις δηλώσεις της πρωθυπουργού της Σερβίας Άνα Μπρνάμπιτς περί στρατιωτικής επέμβασης, αναλυτές από τα Βαλκάνια πιστεύουν ότι μια τέτοια κίνηση από τον ισχυρό στρατό της Σερβίας είναι μάλλον απίθανη δεδομένων των προσδοκιών του Βελιγραδίου για ένταξη στην Ε.Ε.