Δημιουργικό αλλά με κινδύνους και προβλήματα, για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, που δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού, παρουσιάζεται το σχέδιο που φαίνεται να προωθεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, με στόχο τη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων.
Το σχέδιο, όπως έχει διαρρεύσει μέχρι στιγμής, βασίζεται στην τιτλοποίηση των άϋλων κεφαλαίων του παθητικού των τραπεζών, δηλαδή του αναβαλλόμενου φόρου, μέσω των οποίων οι ελληνικές τράπεζες σκοπεύουν να αντλήσουν συνολικά 20 δισ. τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη διαγραφή NPL’s.
Στη βάση του σχεδίου, οι τράπεζες θα μεταφέρουν περίπου το ήμισυ των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων σε όχημα ειδικού σκοπού, το οποίο στη συνέχεια θα εκδώσει ομόλογα και θα χρησιμοποιήσει τα έσοδα για να αγοράσει κόκκινα δάνεια αξίας 42 δισ. ευρώ από τις τράπεζες.
Αυτή τη στιγμή οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις καλύπτουν περίπου το ήμισυ των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Οι εν λόγω απαιτήσεις έναντι του κράτους χορηγήθηκαν για να αντισταθμίσουν τις ζημίες από την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Ωστόσο, διεθνείς οίκοι και εποπτικές αρχές έχουν κρούσει κατ επανάληψη τον κώδωνα του κινδύνου, για την υπερμοχλευση και το πρόβλημα ποιότητας του παθητικού των ελληνικών τραπεζών, καθώς το leverage ratio είναι διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ ο αναβαλλόμενος φόρος, που υπολογίζεται στα ίδια κεφάλαια, είναι “αέρας” καθώς πρόκειται για τη λογιστική εγγραφή απαιτήσεων από φοροαπαλλαγές.
Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, το σχέδιο-Στουρνάρα αποτελει παραλλαγή του σχεδίου παροχής κρατικής εγγύησης στις τιτλοποιήσεις «κόκκινων» δανείων, επιδιώκοντας να βοηθήσει τις τράπεζες να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους και τις οριστικές αναβαλλόμενες φορολογικές τους απαιτήσεις ως 50%.
Ο μηχανισμός που προωθεί η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιεί ως μέσο εγγύησης για τιτλοποιήσεις «κόκκινων» δανείων των υφιστάμενων οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (Deferred Tax Credits), αντί να παρασχεθούν κρατικές εγγυήσεις, όπως προβλέπει η πρόταση, που επεξεργάστηκε για το ΤΧΣ η Blackrock.
Με βάση το σχέδιο, οι τράπεζες θα εισφέρουν σε εταιρεία ειδικού σκοπού (SPV) ως το 50% των tax credits. Δηλαδή, φορολογικές απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου, ονομαστικής αξίας ως περίπου 8 δισ. ευρώ, οι οποίες προσμετρώνται στα εποπτικά κεφάλαια.
Θα ακολουθήσει μόχλευση των κεφαλαίων, που θα εισφερθούν στο SPV, τα οποία όμως είναι άϋλα, καθώς πρόκειται για μελλοντικές απαιτήσεις, που προκύπτουν από τον αναβαλλόμενο φόρο, μέσω έκδοσης ομολόγων. Στόχος θα είναι να συγκεντρωθούν περί τα 20 δισ. ευρώ, ώστε εν συνεχεία το SPVνα αγοράσει από τις τράπεζες μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αθροιστικού ύψους ως 42 δισ. ευρώ. Έτσι θα δημιουργηθεί από το…παράθυρο πρακτικά μια bad bank η οποία, όμως, θα λειτουργεί υπό την πίεση της αγοράς.
Επίσης, το σενάριο αυτό λαμβάνει ως παραδοχή ότι επενδυτές θα δεχθούν να εισφέρουν περί τα 20 δισ. σε ένα όχημα με εικονικά κεφάλαια, τα οποία είναι ήδη μοχλευμένα στους ισολογισμούς των τραπεζών, τα οποία θα καταλήξουν εμμέσως στις τράπεζες, για να κλείσουν μαύρες τρύπες.
Δηλαδή, επενδυτές που θα μπορούσαν να εισφέρουν 20 δισ. σε αυξήσεις κεφαλαίων και να αποκτήσουν μετοχές και έλεγχο στη διοίκηση, θα προτιμήσουν να εισφέρουν τα κεφάλαια τους σε ένα σχήμα, που θεωρητικά είναι εξασφαλισμένα, αλλά πραγματικά θα οδηγηθούν πάλι στις τράπεζες.