Πανευρωπαϊκή και προαναγγελθείσα είναι η επιχείρηση “κάθαρσης” στον χώρο της προνομιακής μετανάστευσης και ελεύθερης κίνησης πλουσίων, καθώς τα προγράμματα “χρυσής visa” που άνθισαν τα χρόνια της κρίσης, καθώς και οι κερκόπορτες που άνοιξαν, σε συνδυασμό με τις κεντρικές πολιτικές της ΕΕ, της Κίνας και της Ρωσίας, οδήγησαν σε υπονόμευση της αυτονομίας χωρών και κατ’ επέκταση της Ένωσης, δημιουργώντας εν δυνάμει αντίρροπες πιέσεις στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενιαίας εξωτερικής πολιτικής.
Η έρευνα στα προγράμματα χορήγησης αδειών παραμονής και υπηκοότητας χωρών της ΕΕ, δεν είναι απομονωμένη, ούτε αποσπασματική, αλλά αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου και ολοκληρωμένου σχεδίου περιορισμού της επιρροής της Ρωσίας και της Κίνας, στις εσωτερικές υποθέσεις της ΕΕ, μέσω της χρήσης της οικονομικής δύναμης που αποκτούν σε μικρότερες και ευάλωτες χώρες της Ένωσης, οι οποίες, όμως, έχουν τα ίδια δικαιώματα ψήφου με τις μεγάλες και ως εκ τούτου ανακόπτουν τη δυναμική ενοποίησης και την προσπάθεια υλοποίησης της ευρωπαϊκής ατζέντας.
Η Ευρώπη, στο πλαίσιο της προσπάθειας κάθαρσης και πολιτικής ανεξαρτητοποίησης, έλαβε προσφάτως, την απόφαση ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επιβαρύνοντας τους ευρωπαϊκούς σχηματισμούς με την ευθύνη της συμμόρφωσης των εθνικών πολιτικών κινήσεων, υπό την απειλή προστίμων που φτάνουν στο 4% των ετήσιων εσόδων τους, ανά παράβαση.
Το πρόγραμμα της “χρυσής visa” πέθανε, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Βουλγαρία, την Κύπρο, τη Μάλτα, τη Λετονία και την Ισπανία, ενώ οι “αποκαλύψεις”, τα “σκάνδαλα” και τα πρωτοσέλιδα καθιστούν το θέμα “καυτό” αναγκάζοντας άπαντες να λάβουν αποστάσεις.
Στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία το θέμα, σε διαφορετικές εκφάνσεις, αναδύθηκε ταυτόχρονα, στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, ενώ την Δευτέρα τροφοδοτήθηκαν τα media με επαρκείς και χυμώδεις λεπτομέρειες.
Κυβερνήσεις, τράπεζες, εμπλεκόμενοι και μη… είχαν προειδοποιηθεί από τις αρχές του Οκτωβρίου και ακόμα νωρίτερα, όταν διεθνούς εμβέλειας media ανέδειξαν την προσπάθεια της Κομισιόν, υπό την πίεση της Γερμανίας, να ελέγξει τα προγράμματα χορήγησης “χρυσής visa”, επιχείρηση η οποία φαίνεται να έχει ξεκινήσει από τα μέσα του 2017.
Tο σκάνδαλο “χρυσή visa” δεν είναι νέο, δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, ενώ εμπλέκονται, τραπεζίτες, επικεφαλής αρχών και ένα τεράστιο κύκλωμα πρακτόρων, μαφιόζων καθώς και μεγάλες επενδυτικές εταιρίες.
Η υπόθεση των χρυσών, άλλοτε νόμιμων και άλλοτε παράνομων visa,, άρχισε να ξεδιπλώνεται, επ’ αφορμής του σκανδάλου “laundromat” στη Λετονία και άλλες χώρες της Βαλτικής, τις οποίες χρησιμοποίησε το ρωσικό χρήμα προκειμένου είτε να διαφύγει τον έλεγχο του Κρεμλίνου, είτε για λογαριασμό του Πούτιν και άλλων καθεστώτων, όπως του προέδρου του Καζακστάν, Αλίγιεφ.
Τα πλοκάμια της Ρωσίας και της Κίνας είχαν όμως μπει βαθιά στην Ευρώπη και από πολλές πλευρές, καθώς η ΕΕ, χειριζόμενη άτολμα και φοβικά την οικονομική κρίση, ανάγκασε τις χώρες να αναζητήσουν λύσεις χρηματοδότησης, “out of the box”.
Οι χώρες που χρησιμοποίησαν τα προγράμματα “χρυσής visa” πέτυχαν σημαντικές εισροές κεφαλαίων, τα οποία είχαν ανάγκη για την ανάταξη των οικονομιών, ενώ την ίδια στιγμή, κυβερνήσεις και ΕΕ, παρέβλεπαν την ηθική διάσταση του θέματος, καθώς από τη μια έκλειναν τα σύνορα σε κυνηγημένους και εξαθλιωμένους μετανάστες από εμπόλεμες ζώνες και από την άλλη άνοιγαν διάπλατα τις αυτοκρατορικές πύλες σε πλούσιους, με αμφιβόλου προέλευσης κεφάλαια.
Η Ευρώπη, με τη βοήθεια του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, εφάρμοσε πίεση στην Κύπρο και τη Μάλτα, όπου σκάνδαλα για ξέπλυμα ρώσικου χρήματος αναδύθηκαν, σε συνέχεια του laundromat, εμπλέκοντας ακόμα και υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα και οδηγώντας ακόμα και σε δολοφονίες δημοσιογράφων, όπως της Νταφίνα Καρουάνα.
Το Crisis Monitor έχει κατ επανάληψη αναδείξει στις πολλές διαστάσεις και αναφορά στις ποικίλες προεκτάσεις που λαμβάνουν αυτές οι πρωτοβουλίες ενόψει των ευρωεκλογών, της ανόδου της ακροδεξιάς και της προσπάθειας εφαρμογής του δόγματος ομοσπονδοποίησης της ΕΕ, εν μέσω εντεινόμενων και πολυεπίπεδων διεθνών πιέσεων.