Καθώς η κρίση χτύπησε τον ευρωπαϊκό νότο, η Ρωσία οδηγήθηκε σε απομόνωση, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας θόλωσε και οι αρχές επιδόθηκαν στο κυνήγι του μαύρου ρώσικου χρήματος σε Γερμανία, Ελβετία και Κύπρο, τα προγράμματα χορήγησης της “χρυσής visa” σε Ελλάδα, Αυστρία, Βέλγιο και Μάλτα και Ιταλία αποτέλεσαν πόλο έλξης για Ρώσους ολιγάρχες και Κινέζους και Τούρκους επιχειρηματίες.
Αν και τα προγράμματα αυτά έχουν επικριθεί σφόδρα, ιδιαίτερα λόγω των διπλών standard πυ εισάγουν τη στιγμή που πρόσφυγες και μετανάστες πνίγονται προσπαθώντας να φτάσουν στα ευρωπαϊκά σύνορα, σύμφωνα με τους Financial Times οι 28 χώρες της ΕΕ έχουν αντλήσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις συνολικού ύψους 28 δισ. ευρώ, την τελευταία 10ετία, μέσω της χρυσής visa, προσφέροντας από πλήρη υπηκοότητα μέχρι απλή άδεια παραμονής και κατοικίας. Μόνο η Κύπρος έχει συγκεντρώσει περί τα 4,8 δισ. από το 2013, ενώ η Μάλτα €718m από το 2014. Πορτογαλία και Μεγάλη Βρετανία αποκομίζουν περί το 1 δισ. ετησίως τα τελευταία χρόνια, ενώ Ισπανία, Ουγγαρία, Λετονία και Λιθουανία έχουν εκδώσει πάνω από 10,000 άδειες παραμονής και υπηκοότητες τα τελευταία χρόνια.
Την κατάσταση επιδεινώνει η αποεπένδυση αμερικανικών επιχειρήσεων, κυρίως λόγω του επιτοκιακού gap Fed-ΕΚΤ, αλλά και εξαιτίας του εμπορικού και οικονομικού πολέμου που έχει κηρύξει ο Ντόναλντ Τραμπ στην ΕΕ.
Ο κλοιός όμως στην Ευρώπη έχει σφίξει και οι χώρες που μέχρι τώρα ήλεγχαν τη βιομηχανία ξεπλύματος χρήματος δεν μπορούν να το κάνουν με την ίδια ευκολία, χάνοντας τζίρο και… καταθέσεις. Η Deutsche Bank στη Γερμανία και η Danske Bank στη Δανία, για παράδειγμα, τελούν υπό αυστηρή εσωτερική και διεθνή παρακολούθηση, μετά τις αλλεπάλληλες υποθέσεις των τελευταίων ετών και τα βαριά πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν. Οι κυπριακές τράπεζες βρίσκονται στο στόχαστρο των ΗΠΑ, αφού υπέστησαν κούρεμα καταθέσεων από την ΕΕ, ενώ τα σκάνδαλα τύπου Laundromat κλείνουν πόρτες στην κεντρική Ευρώπη. Η Αυστρία, που πουλάει visa, στην κεντρική Ευρώπη, ζητάει πολλά (περί τα 10 εκατ.), ενώ δεν έχει… θάλασσα.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα αναδύεται ως πόλος προσέλκυσης κεφαλαίων, ιδιαίτερα μετά τη σταθεροποίηση της χώρας και τη διασφάλιση της παραμονής της στο ευρώ, καθώς οι τιμές των ακινήτων είναι χαμηλά, λόγω της κρίσης, το χρηματιστήριο επίσης και τώρα, μετά την άρση των capital controls η ροή του χρήματος είναι ευκολότερη.
Η συγκυρία αυτή, θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα μπορούσαν με όπλο τις ανταγωνιστικές απαιτήσεις για χορήγηση visa και όλα τα προαναφερθέντα να διεκδικήσουν μερίδιο της αγοράς κίνησης κεφαλαίων, διαμορφώνοντας ικανή βάση, νέο πλαίσιο και κανόνες για την προσέλκυση ρευστότητας, δημιουργώντας παράλληλα δυναμική ενίσχυσης της ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, ανάκαμψης των τιμών στα ακίνητα, που επίσης ισχυροποιούν τους ισολογισμούς των τραπεζών και προσέλκυσης ιδιωτικών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και σε άλλους τομείς.
Ωστόσο, το σχέδιο αυτό δείχνει να καίγεται με μπαράζ δημοσιευμάτων από διεθνή, κυρίως γερμανικά media, τα οποία αναπαράγονται από ελληνικά, χωρίς να διερευνηθούν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες προωθούνται οι ειδήσεις αυτές.
Η Handelsblatt σε δημοσίευμά της αναφέρεται στις προειδοποιήσεις για τα προγράμματα χρυσής visa που έχουν εκδώσει διεθνείς οργανισμοί, όπως η Transparency International, διατυπώνοντας ανησυχία για την ποιότητα των ανθρώπων που ενδιαφέρονται να λάβουν υπηκοότητα χώρας-μέλους της ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι στην ουσία πρόκειται για “διεφθαρμένα στοιχεία”, τα οποία αποτελούν de facto αρνητική δύναμη για την Ευρώπη.
Η γερμανική εφημερίδα, μάλιστα, κάνει ένα βήμα ακόμα, χαρακτηρίζοντας τις “χρυσές visa” ως εξ ορισμού εργαλείο διαφθοράς!, θέλοντας κατ αυτό τον τρόπο να στρέψει την προσοχή της Κομισιόν και του διευθυντηρίου στην πολιτική αυτών των προγραμμάτων και να ανοίξει τη συζήτηση για τον τερματισμό ή τον αποτελεσματικό κεντρικό έλεγχό τους.
Η προοπτική κεντρικού ελέγχου των προγραμμάτων visa των χωρών-μελών είναι βέβαια εκτός συζήτησης, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή υπηκοότητα και ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ωστόσο η συζήτηση και μόνο είναι αρκετή, πολλές φορές, για να ανακόψει τη ζήτηση και να οδηγήσει σε αναθεώρηση προγραμμάτων εσωτερικά σε χώρες, υπό την πίεση της δημοσιότητας ή ad hoc ελέγχων διαφάνειας.
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το δημοσίευμα της Handelsblatt εστιάζει ιδιαίτερα στην Ελλάδα, χαρακτηρίζοντας την “φθηνή”, ενώ όπως αναφέρει η Αυστρία είναι ακριβή, ενώ αναφέρεται επιγραμματικά στην Κύπρο, τη Μάλτα και τη Βουλγαρία που διαθέτουν επίσης αντίστοιχα προγράμματα.
Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα μια χρυσή visa στην Αυστρία κοστίζει 10 εκατ. ευρώ και στην Ελλάδα 250,000 (το οποίο δεν είναι απόλυτα αληθές), ενώ δεν αναφέρεται στο κόστος στις υπόλοιπες χώρες. Το δημοσίευμα αγνοεί όμως την Ουγγαρία, τη Λιθουανία, τη Λετονία και την Πορτογαλία όπου η απόκτηση χρυσής visa είναι εξίσου φθηνή με την Ελλάδα και ο χρόνος έκδοσης πολύ μικρότερος, σύμφωνα με τον συγκριτικό πίνακα της Transparency International.
Η Handelsblatt προωθεί μάλιστα ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ελέγχου το οποίο απαιτεί από τις χώρες να ενημερώνουν εσωτερικά και σε πραγματικό χρόνο τα στοιχεία των αιτούντων visa, την προέλευση των κεφαλαίων τους και παράλληλα να επιβάλλονται κυρώσεις σε όσες χώρες στιγματίζονται από τις ΜΚΟ και διεθνείς οργανισμούς για αδιαφανείς πραγματικές.
Ένα πιο αντικειμενικό δημοσίευμα των Financial Times έρχεται να θέσει το ζήτημα σε πιο ρεαλιστικές διαστάσεις, αν και πάλι αποτυγχάνει να προσδιορίσει το πλαίσιο και τη χρονική συγκυρία. Οι FT επικεντρώνουν στην διακοινωμένη πρόθεση της Κομισιόν να συσφίξει τους όρους και τις διαδικασίες χορήγησης υπηκοότητας σε οκτώ χώρες, εστιάζοντας όμως στην Κύπρο και την Μάλτα.
Το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας αναφέρει μάλιστα ότι την τελευταία 10ετία έχουν δοθεί συνολικά 6,000 ευρωπαϊκά διαβατήρια και 100,000 άδειες παραμονής στο πλαίσιο προγραμμάτων χρυσής visa και ότι οι αρχές εστιάζουν πλέον στη διάσταση του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος μέσα από αυτά.