Κίνδυνο να αποτελέσουν αμφότεροι μέρος μιας ενιαίας παρένθεσης του πολιτικού συστήματος διατρέχουν, Αλέξης Τσίπρας και Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς η παρατεταμένη προσωπική, μη-πολιτική αντιπαράθεση και η προοπτική αναγωγής της σε “νέα κανονικότητα” ενόψει των εκλογών, δεν επιτρέπει την επούλωση των πληγών και καθιστά αμφότερους ευάλωτους και διαχειρίσμους.
Παράλληλα, όμως, η υποβάθμιση της πολιτικής και ιδεολογικής σύγκρουσης σε προσωπική πλήττει, σταθερά την αξιοπιστία τους και υποβαθμίζει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας στο εξωτερικό. Σε ένα τέτοιο κλίμα επωάζεται ταχύτερα η ακροδεξιά και οι ευρωφοβικές τάσεις στο εσωτερικό των κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών, ενώ δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ανατροπής του status quo και εκτροχιασμού της χώρας.
Η δυσωδία και το σάπιο που αναδύεται από την σκανδαλολογία, η υποβάθμιση της ρητορικής σε επίπεδο γηπεδικής σύγκρουσης, επιδρά στην ποιότητα των επιτελείων, καθιστώντας τα πρόσωπα της κεντρικής πολιτικής σκηνής ευεπίφορα σε έξωθεν παρεμβάσεις και διαμορφώνοντας εικόνα διάβρωσης στο νέο πολιτικό σκηνικό, πριν αυτό εδραιωθεί.
Μια τέτοια εξέλιξη, όμως, θα αύξανε εκθετικά το country risk, αποδυναμώνοντας την αναπτυξιακή προοπτική και ενισχύοντας τη δυσπιστία πρώτα των εταίρων και εν συνεχεία των επενδυτών, καταλήγοντας σε νέες κοινωνικές αντιδράσεις.
Έχοντας πλέον καταναλώσει το προσωπικό τους πολιτικό κεφάλαιο, πιεζόμενοι κομματικά για εξουσία, οι ηγέτες σε αυτό το στάδιο καθίστανται πιο ευάλωτοι από ποτέ, συμπαρασύροντας τη χώρα όμως σε επικίνδυνες ατραπούς. Μετά, όμως, από μια 10ετή κρίση και υπό την πίεση του προσφυγικού -που αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα πανευρωπαϊκά- οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες και ο κίνδυνος απώλειας του ελέγχου από το εγχώριο πολιτικό σύστημα υπαρκτός.
Η αντιστροφή της πορείας προς την Άβυσσο, προϋποθέτει βούληση ενεργοποίησης των κομματικών μηχανισμών, αλλαγή ρητορικής και προσανατολισμού της πολιτικής αντιπαράθεσης. Υπ΄αυτό το πρίσμα η ΔΕΘ, οι διεργασίες για ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές εκλογές, μπορούν να αναδειχθούν σε φόρα-κοιτίδες επώασης νέας πολιτικής κουλτούρας και εμπέδωσης νέων πρακτικών, με απώτερο ορίζοντα τις εθνικές εκλογές.
Επαναπροσδιορίζοντας την αντιπαράθεση σε όρους, πολιτικούς, ιδεολογικούς ακόμα και ταξικούς, οι ηγέτες μπορούν να σώσουν πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο και ανοίξουν τη διαδικασία δημιουργίας νέου, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερους ζωτικούς κύκλους. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν να περιχαρακώσουν καλύτερα την περιοχή τους, αποθαρρύνοντας πιέσεις συγκυβέρνησης που θα απέβαιναν καταστροφικές για τους υπάρχοντες πολιτικούς φορείς.
Δράσεις και αντιδράσεις
Τα παραδείγματα της Ιταλίας, οι εξελίξεις σε Σουηδία και Γερμανία πιστοποιούν την έντονη κινητικότητα ακροδεξιών στοιχείων σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ πρωτοβουλίες όπως το think tank του πρώην συμβούλου του Ντόναλντ Τραμπ, Στήβεν Μπάνον, καταδεικνύουν την ανάπτυξη και θεωρητικών υποδομών, τη στιγμή μάλιστα που στους άλλους πολιτικούς χώρους αυτές αποδυναμώνονται εκ των έσω, στο βωμό της πολιτικής κυριαρχίας.
Η πρόσφατη ένταση στις σχέσεις με τη Ρωσία, αποκαλύπτει, επίσης, το οργανωμένο σχέδιο παρέμβασης στην κοινωνία με στόχο την ποδηγέτηση των κομμάτων, μέσω της πειρατείας της πολιτικής ατζέντας. Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη επιχειρεί να ενισχύσει τα τείχη, μέσω πρωτοβουλιών για τον έλεγχο της προπαγάνδας στα social media αλλά και για την ανάσχεση της χρηματοδότησης πολιτικών σχηματισμών από ξένα κέντρα εξουσίας.
Διορθωτικές κινήσεις
Ωστόσο, στην πολιτική, εν αντιθέσει με την ψυχολογία, δεν αρκεί η συνειδητοποίηση της φθίνουσας τροχιάς για την αντιστροφή της, καθώς -όπως και στις αγορές- οι ζημιές του ενός είναι κατά κανόνα κέρδος για κάποιον άλλο. Συνεπώς, απαιτείται ο προσδιορισμός, από πλευράς των ηγετών, των ωφελημένων από τη δική τους παρακμή, πριν εκπονηθούν σχέδια δράσης για την ανάκτηση της πολιτικής κυριαρχίας.
Παραδοσιακά, τα κόμματα τείνουν να δημιουργούν και να προσφέρουν μεμβράνες κάλυψης των πολιτικών τους αρχηγών, ακόμα και έναντι εσωκομματικών διεκδικητών, ωστόσο, για να ενεργοποιηθούν αυτοί οι μηχανισμοί προστασίας απαιτούνται νέες πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν το κλίμα, θα φέρουν στο προσκήνιο τα κόμματα και θα ενισχύσουν τη συμμετοχή τους στην παραγωγή και εφαρμογή πολιτικής.
Διευρύνοντας τον κύκλο προσώπων, τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα περιορίσουν, άμεσα, την επιρροή των αντιπάλων τους, οι οποίοι δεν προέρχονται απαραίτητα από τον στενό τους κύκλο, αλλά διαθέτουν επιρροή και μοχλούς ικανούς να θέτουν τον τόνο της αντιπαράθεσης.