Το τυπικό αλλά απαραίτητο “οκ” για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές δίνει με την έκθεσή που δημοσίευσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χωρίς εκπλήξεις, αποτυπώνοντας την πρόοδο που έχει επιτευχθεί και αναδεικνύει τις προκλήσεις για την μεταμνημονιακή εποχή. Παράλληλα όμως εντείνει την πίεση στις τράπεζες, επισημαίνοντας την ανάγκη επιτάχυνσης της εξυγίανσης, μέσω της θέσπισης πιο φιλόδοξων στόχων στα NPL’s και αύξησης της ρευστότητάς τους.
Όσον αφορά στο χρέος αναγνωρίζει τη βελτίωση του προφίλ βιωσιμότητας, εγείροντας -με διατυπώσεις- ενστάσεις για τη μακροπρόθεσνη εικόνα του, στέλνοντας έτσι μήνυμα στους Ευρωαπίους.
Πλέον η κυβέρνηση ξεκινά την αντίστροφη μέτρηση για έξοδο στις αγορές με το 7ετές ομόλογο, ακόμα και τις 20 Αυγούστου που τυπικά εξέρχεται του τρίτου προγράμματος στήριξης και ενώ οι αποδώσεις βρίσκονται κάτω από όριο του 4% και η “όρεξη” για ομόλογα της περιφέρειας ενισχύεται.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ η βιωσιμότητα και εξυπηρετισιμότητα του Δημοσίου χρέους της Ελλάδας είναι διασφαλισμένη μέχρι το 2038, από τα μέτρα που έλαβε το Eurogroup και από αυτά που συμφωνήθηκαν να ληφθούν τμηματικά στη συνέχεια. Επαναλαμβάνοντας τη γνωστή θέση του Ταμείου, ότι οι παραδοχές που έγιναν από την πλευρά των ευρωπαίων σε ότι αφορά πρωτογενή πλεονάσματα και ανάπτυξη είναι πολύ αισιόδοξες ζητά η όποια νέα κίνηση να είναι συμβατή με ρεαλιστικότερες εκτιμήσεις.
Πολιτικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαφορετικές προσεγγίσεις μελών του εκτελεστικού συμβουλίου του ταμείου, καθώς ενώ κάποιοι εστιάζουν στα μέτρα μέχρι το 2032 και το μαξιλάρι ρευστότητας, άλλοι επιμένουν στην ανάγκη τήρησης των δεσμεύσεων απέναντι στην Ελλάδα για τη διασφάλισης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους.
Όπως αναφέρεται
«ένας αριθμός διευθυντών εκτιμά ότι μακροπρόθεσμα αυτά θα μέτρα θα μειώσουν σημαντικά τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες. Πολλοί άλλοι ωστόσο, παρατήρησαν ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα παραμένει αβέβαια και έδωσαν έμφαση στην ανάγκη για ρεαλιστικές παραδοχές για τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων και ανάπτυξης»
Ολοι πάντως χαιρέτησαν την απόφαση του Eurogroup να στηρίξει και στο μέλλον τη χώρα, αν αυτό απαιτηθεί.
Όπως έχει επισημάνει το ΔΝΤ και στο παρελθόν το πακέτο ελάφρυνσης που συμφωνήθηκε, περιορίζονται αισθητά οι μεσοπρόθεσμες ανάγκες αναχρηματοδότησης και οι τάσεις σε ότι αφορά την πορεία του χρέους εμφανίζονται στο βασικό σενάριο διαχειρίσιμες, αν και σε ορίζοντα δεκαετίας υπάρχουν σημαντικά ρίσκα που σχετίζονται με την πιθανότητα μικρότερης ανάπτυξης και χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων. Το χρέος ως προς το ΑΕΠ μειώνεται ενώ οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν κάτω από το όριο του 15% του ΑΕΠ κάθε χρόνο εκτός του 2018 (σ.σ. λόγω της δόσης που θα χορηγηθεί για το μαξιλάρι). Υπό αυτό το πρίσμα εκτιμά ότι η χώρα θα μπορέσει επιτυχημένα να βγει στις αγορές.
Μακροπρόθεσμα, πάντως, επισημάνθηκαν οι εκπεφρασμένες και στο παρελθόν επιφυλάξεις για το κατά πόσο αρκεί το πακέτο ελάφρυνσης χρέους. Βασική ανησυχία είναι ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έγινε με ένα πακέτο μέτρων που πλήττει την ανάπτυξη και γι’ αυτό απαιτείται να αλλάξει το μείγμα προκειμένου να υπάρξει καλύτερη πορεία της οικονομίας μακροπρόθεσμα, κάτι που είναι δύσκολο να γίνει δεδομένων των στόχων που έχουν τεθεί.
Στο σημείο αυτό επικαλείται την ανάγκη να προχωρήσουν οι περικοπές στις συντάξεις και το αφορολόγητο, ενώ παραδέχεται ότι η χώρα απέδειξε τα τελευταία χρόνια ότι μπορεί να πιάσει φιλόδοξους στόχους αν και επισημαίνει ότι αυτό έχει βαρύ αναπτυξιακό κόστος.
Επιμένει στις προβλέψεις για ανάπτυξη πλεονάσμα
Η έκθεση του ΔΝΤ επιβεβαιώνει την πιο συντηρητική προσέγγιση του Ταμείου έναντι των στόχων για ανάπτυξη και πρωτογενές πλεόνασμα καθώς θεωρεί ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 1,5% και η μέση πραγματική αύξηση ΑΕΠ θα είναι γύρω στο 1% (ονομαστική 2,8%).
Από την άλλη πλευρά οι Ευρωπαίοι εκτιμούν ότι μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% (μέσος όρος) και η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ θα φτάσει το 3%.
ΔΝΤ και Ευρωπαίοι συμφωνούν -επιτέλους- στις παραδοχές για τα έσοδα ιδιωτικοποιήσεων που αμφότεροι τα τοποθετούν στα 5,7 δισ. ευρώ.
Σε ότι αφορά τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ ξεκινούν από 4,5% και φτάνουν ως το 6% το 2060, ενώ η ΕΕ πιστεύει ότι ξεκινώντας από το 3,2% θα φτάσουν στο 5,2% το 2027 και θα περιοριστούν σε 4,2% το 2060.
Με βάση τις δικές του παραδοχές του ΔΝΤ στο βασικό σενάριο το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρεί αρχικά αλλά θα αρχίσει να αυξάνει αδιάκοπα μετά το 2038. Την ίδια χρονιά οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το όριο του 20% του ΑΕΠ.
Τα μακροοικονομικά σοκ-δυσμενές σενάριο
* Αύξηση των επιτοκίων δανεισμού κατά 90 μονάδες βάσης υψηλότερα της πρόβλεψης που θα οδηγήσει σε αύξηση του δείκτη χρέους κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την βασική πρόβλεψη ως το 2023.
* Μείωση της μέσης ανάπτυξης κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες θα διατηρήσει πτωτική την τροχιά του χρέους αλλά αυτό θα είναι 17% υψηλότερο το 2023 απ’ ότι προβλέπει το βασικό σενάριο
* Απόκλιση από τους στόχους πλεονασμάτων κατά το ήμισυ θα αυξήσει ως το χρέος κατά 16%.
* Η δυναμική χρέους θα επιδεινωθεί μέσα από ένα συνδυασμό των παραπάνω σοκ και θα το οδηγήσει στο 198% του ΑΕΠ το 2023, είκοσι μονάδες πάνω απ’ όσο προβλέπει το βασικό σενάριο.
Η έκθεση
omf_greece_31072018