Σε αναπόδραστη τροχιά αύξησης κεφαλαίων έχουν εισέλθει πλέον οι ελληνικές τράπεζες, καθώς η πλήρης εφαρμογή των standards της Βασιλείας ΙΙΙ από το 2019 περιορίζει ασφυκτικά τα περιθώρια, κάτι που εντοπίζει άλλωστε και η Moody’s στην τελευταία έκθεσή της, όπου θέτει θέμα ποιότητας κεφαλαίων, εγείροντας ενστάσεις για τον αναβαλλόμενο φόρο.
Σύμφωνα με το τελευταίο report της Moody’s, η επίτευξη των στόχων για τα κόκκινα δάνεια και η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού δεν λύνει το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών.
Αντιθέτως, η Moody’s επιχειρεί μια ολιστική προσέγγιση αναδεικνύοντας το δομικό πρόβλημα της χαμηλής ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων και μάλιστα αυτών που υπολογίζονται στους δείκτες CET, καθώς η χαμηλή οργανική κερδοφορία και διατηρεί υψηλά τη συμμετοχή του αναβαλλόμενου φόρου.
Όπερ σημαίνει ότι υπό το Liquidity Coverage Ratio (LCR), για τον υπολογισμό του οποίου λαμβάνονται υπόψη τα High Quality Liquid Assets (HQLA), δεν λαμβάνεται υπόψη ο αναβαλλόμενος φόρος, ούτε τα χαμηλής ποιότητας χαρτοφυλάκια δανείων και οι αντίστοιχες εξασφαλίσεις. Συνεπώς, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αποδεικνύονται “πληθωρισμένοι” και οι ελληνικές τράπεζες ευάλωτες, κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό αν και σπανίως αναφέρεται στο εσωτερικό.
Μέχρι στιγμής οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών έχουν αποφύγει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της χαμηλής ποιότητας ιδίων κεφαλαίων, επικεντρώνοντας στη διαχείριση των κόκκινων δανείων και τη μείωση της μόχλευσης με την αποπληρωμή δανείων προς τον ELA και την ΕΚΤ.
Από τα πρόσφατα stress tests προέκυψε, μάλιστα, ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν υπερδιπλάσια μόχλευση από τις ευρωπαϊκές, που σημαίνει ότι ο λόγος ιδίων προς ξένα κεφάλαια υπερβαίνει το 100%. Μέχρι τώρα οι τραπεζίτες υποστήριζαν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν του πρόβλημα αυτό μέσω της πώλησης θυγατρικών, χαρτοφυλακίων δανείων και την αύξησης της οργανικής κερδοφορίας.
Ωστόσο, οι ενέργειες αυτές δεν έχουν φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ παράλληλα η πίεση για ευθυγράμμιση με την Βασιλεία ΙΙΙ πετάει εκτός και τον αναβαλλόμενο φόρο, ενώ αντιστοίχως αυξάνεται το ρίσκο ακόμα και στο χαρτοφυλάκιο εξυπηρετούμενων δανείων.
Η οργανική κερδοφορία, όμως, δύσκολα θα ενισχυθεί με ρυθμό που να επιτρέπει του κεφαλαιακού gap που δημιουργεί η χρήση του αναβαλλόμενου, όταν μάλιστα οι χορηγήσεις μειώνονται. Με τον χρόνο να πιέζει οι τραπεζίτες θα οδηγηθούν εκ των πραγμάτων σε εκδόσεις ομολογιακών, αρχικά για να αποπληρώσουν τα κεφάλαια στήριξης και εν συνεχεία μετατρέψιμων ώστε να ενισχύουν τα ίδια κεφάλαια. Θετικά συνεισφέρει και η αύξηση των καταθέσεων, το κόστος των οποίων όμως βαίνει αυξανόμενο.
Οι Έλληνες τραπεζίτες περιμένουν ωστόσο να εμπεδωθεί η βελτίωση του κλίματος και να ολοκληρωθεί η έξοδος της Ελλάδας από το Μνημόνιο, στρατηγική που μπορεί όμως να γυρίσει μπούμερανγκ, καθώς η δυναμική που αναπτύσσεται στο πολιτικό σκηνικό μπορεί να προκαλέσει αύξηση του country risk.