Χαρακτηριστικά ελεγχόμενης έκρηξης φαίνεται να έχει η κρίση στις σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας, καθώς παρά την ένταση με την οποία μεταδόθηκε το θέμα της απέλασης Ρώσων διπλωματών με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, οι ενδείξεις ήταν από καιρό εμφανείς και η κινητικότητα που μεσολάβησε επέτρεψε τη σκιαγράφηση ακόμη και άγνωστων ή νέων πτυχών των δικτύων χαμηλής και μέσης κοινωνικής παρέμβασης που οικοδομούσαν οι Ρώσοι στην Ελλάδα.
Επίσης, σημαντικό είναι το γεγονός ότι ενώ η Ρωσία είχε ενημερωθεί από τις 6 Ιουλίου επισήμως (νωρίτερα ανεπίσημα), το θέμα διέρρευσε “επισήμως” στην “Καθημερινή” ανήμερα της Συνόδου Κορυφής του NATO, όπου ο πρωθυπουργός ανέβασε τους τόνους κατά της Τουρκίας. Τόσο η χρονική συγκυρία όσο και το μέσο που επιλέχθηκε για τη διαρροή της είδησης είναι ενδεικτικά της προσεκτικής στόχευσης και αποδεικνύουν τη στρατηγική επιλογή της διαρροής.
Συνεπώς, ακυρώνεται το επιχείρημα της σπασμωδικής ενέργειας, καθώς όλες οι ενδείξεις δείχνουν προμελέτη και “κρύο αίμα”. Προς επίρρωση αυτού έρχεται η καθυστερημένη αντίδραση της Μόσχας, χωρίς διαρροές και μέσω χαμηλών τόνων, αποδεικνύοντας ότι το Κρεμλίνο ήταν προετοιμασμένο και δεν είχε διάθεση αντιπαράθεσης με το Μαξίμου. Επίσης η Μόσχα, στην απάντησή της μέσω IFAX και Reuters έκανε λόγο για αναλογική αντίδραση, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν έχει στόχο να στρεσάρει την κατάσταση.
Η απόφαση της απέλασης και της διαρροής του συμβάντος στα media φαίνεται ότι εξυπηρετεί ποικιλοτρόπως τον στρατηγικό σχεδιασμό της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς χρησιμοποιεί την ένταση που εμφυσούν στο θέμα τα media για να στείλει μηνύματα εντός και εκτός της χώρας, ενώ διατηρεί την αναλαμβανόμενη δράση εντός του πλαισίου ενός μικρής κλίμακας διπλωματικού επεισοδίου, αποδίδοντας ευθύνες στα πρόσωπα και αποφεύγοντας στοχοποίηση του Κρεμλίνου και της ρωσικής στρατηγικής.
Διαβάστε επίσης: Φτιάχνουν πολιτικό panic room για κοινωνικές αντιδράσεις
Σε επιχειρησιακό επίπεδο η Αθήνα, έχοντας πρόσφατη την απόπειρα πραξικοπήματος και δολοφονίας του πρωθυπουργού του Μαυροβουνίου, στην αντίστοιχη φάσης ένταξης της χώρας στο NATO, αλλά και την εμπειρία με την υπόθεση Καραμανλή, είχε θέσει από νωρίς σε επιφυλακή τον μηχανισμό των ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών και αρχών, οι οποίες συνεπικουρούνταν από το NATO και την ΕΕ σε πολλά επίπεδα, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Οι σχέσεις της Ρωσίας με εκκλησιαστικούς κύκλους, εθνικιστικές ομάδες και σκιώδεις ημικρατικούς οργανισμούς και αμφιλεγόμενους δημοσιογράφους-μικροεκδότες ήταν εγνωσμένες και υπό στενή παρακολούθηση.
Παράλληλα όμως, παραπάνω από προφανείς ήταν και οι επαφές που διατηρούσε απευθείας το Κρεμλίνο με κορυφαίους επιχειρηματίες και παράγοντες των media, όπως ο Δημήτρης Κοπελούζος που είναι ο άμεσος συνεργάτης της Gazprom στην Ελλάδα, ενώ διαθέτει και όμιλο media, οι οποίες όμως μέχρι στιγμής έχουν παραμείνει σε “χειμερία νάρκη”. Ακόμα και ο Ιβάν Σαββίδης, που φέρεται να ανήκει στον στενό κύκλο του Βλάντιμιρ Πούτιν, αφού του δόθηκε διέξοδος από τη ΣΕΚΑΠ, μέσω της πώλησης στην JTI, βρέθηκε εκτεθειμένος εξαιτίας τους περιστατικού με την είσοδό του με όπλο στο γήπεδο, περιστατικό μετά το οποίο κατέβασε δραστικά τους τόνους.
Από τις λιγοστές εξάρσεις της ρωσικής προπαγάνδας ήταν η δημοσίευση δημοσκόπησης που έδειχνε την ρωσοφιλία να υπερβαίνει τις θετικές γνώμες για Ευρώπη και ΗΠΑ στην Ελλάδα, από την εφημερίδα Τα Νέα, ιδιοκτησίας του Βαγγέλη Μαρινάκη.
Το χρονικό της προαναγγελθείσας κρίσης
Όπως προκύπτει, το Κρεμλίνο δεν αξιοποίησε στο έπακρο, αλλά μετριοπαθώς, τις δυνατότητες παρέμβασής του στην ελληνική πολιτική σκηνή. Τα αποτελέσματα που πέτυχε όμως ήταν σημαντικά, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα όπου χρειάστηκε απλώς να ανάψει σπίθες και να κινηθεί κυρίως μέσω της τροφοδοσίας fake news από blogs και της διασποράς τους δια των social media. Οι Ρώσοι διπλωμάτες πέτυχαν σημαντικό βαθμό κινητοποίησης στην κοινωνία εκμεταλλευόμενοι υπάρχοντα δίκτυα και διαμορφώνοντας νέα ad hoc με στόχευση ή συνεργασία με φορείς και τοπικούς θεσμούς.
Αυτές οι κινήσεις γέννησαν το δεύτερο κύμα περιφερειακών συλλαλητηρίων, ενώ φαίνεται ότι αποτέλεσαν έμμεσο πυροκροτητή για την έκρηξη του διαγραφέντος Βουλευτή της Χρυσής Αυγής, Κωνσταντίνου Μπαρμπαρούση, που κάλεσε σε πραξικόπημα από το βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Σε κύκλους που σχετίζονται με τους Ρώσους διπλωμάτες αποδίδεται και το πακέτο με το ομοίωμα εκρηκτικού μηχανισμού που βρέθηκε στην Ευελπίδων, καθώς και προκηρύξεις και απειλητικές επιστολές που είχαν αποσταλεί στον Νίκο Κοτζιά.
Το Μαξίμου φέρεται να αποδίδει σημαντικό μέρος της ευθύνης για τους κλυδωνισμούς στους ΑΝΕΛ στις δραστηριότητες των Ρώσων διπλωματών, οι οποίες εκτιμάται ότι αποδέσμευσαν υπερεθνικιστικές δυνάμεις που είχαν έως τώρα περιοριστεί στο πολιτικό περιθώριο, ενώ συνέβαλαν στην επίτευξη διασυνδέσεων μεταξύ ακροδεξιών ομάδων, ακόμα και στον εξοπλισμό τους με στόχο την διενέργεια τρομοκρατικών επιθέσεων, οι οποίες θα προκαλούσαν νέες κοινωνικοπολιτικές αναταράξεις.
Σε αυτή τη δραστηριότητα προστίθεται και η προσπάθεια εξαγοράς κρατικών αξιωματούχων και η ανάπτυξη δικτύου εντός της δημόσιας διοίκησης, ενδείξεις ιδιαίτερα ανησυχητικές, οι οποίες έδειξαν πρόθεση πρόκλησης γεγονότων.
Εκεί φαίνεται ότι η κυβέρνηση τράβηξε την κόκκινη γραμμή, αποβάλλοντας τέσσερις συνολικά Ρώσους διπλωμάτες, κίνηση την οποία πιεζόταν από καιρό να κάνει από τους εταίρους και συμμάχους ώστε να είναι στην “ίδια σελίδα” απέναντι στη Μόσχα. Παράλληλα, όμως η ελληνική κυβέρνηση δεν έκαψε υψηλού επιπέδου σχέσεις της Μόσχας με το επιχειρηματικό και μιντιακό κεφάλαιο στην Ελλάδα, αντιθέτως τους προστάτευσε ποικιλοτρόπως και διατηρώντας τους μακριά από το πεδίο της έκρηξης.
Με όλες τις δυνάμεις σε πλήρη δράση εντός και εκτός ελληνικής επικράτειας η πρόκληση επεισοδίων διπλωματικής, κοινωνικής και πολιτικής φύσεως ήταν επίσης αναμενόμενη, ενώ η αυξημένη επαγρύπνηση συνέβαλε πολλάκις στην αποφυγή εκρηκτικών καταστάσεων σε συλλαλητήρια και αλλού.
Οι πρώτες σφαίρες
Όπως είχε το Crisis Monitor επισημάνει από τον Δεκέμβριο του 2016 οι σχέσεις της Μόσχας με την ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη και στα Βαλκάνια ήταν γνωστές από πάντα, ενώ παράλληλα, η προσέγγιση με την Τουρκία έδινε στη Μόσχα το συγκριτικό πλεονέκτημα της εκμετάλλευσης του δικτύου της Άγκυρας μέσω των μειονοτήτων καθώς και της άσκησης της οικονομικής επιρροής που διαθέτει σε Αλβανία και πΓΔΜ.
Η Αθήνα όμως ταυτόχρονα προωθούσε και τη θετική ατζέντα με τη Ρωσία, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε και πρωτοβουλία που εμπόδισε τη μετωπική σύγκρουση ΕΕ-Ρωσίας επ αφορμής της υπόθεσης Σκρίπαλ, όταν μαζί με τη Ρώμη μετρίασαν το ύφος του κοινού ανακοινωθέντος.
Τούτων δοθέντων, αποδεικνύεται ότι οι εκρήξεις είχαν μικρό δραστικό βεληνεκές και προσεκτικά επιλεγμένους στόχους, από ελληνικής πλευράς, στάση που οι πρώτες αντιδράσεις της Μόσχας, δείχνουν ότι αναγνωρίζει και τη θεωρεί λογική και ισορροπημένη.
Ωστόσο, το επίπεδο των ελληνορωσικών σχέσεων θα κριθεί από τη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Βλάντιμιρ Πούτιν η οποία έχει αναγγελθεί ότι θα γίνει στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, ενώ η ατζέντα είχε ξεκινήσει να καθορίζεται από την επίσκεψη του Νίκου Κοτζιά στη Μόσχα την επομένη της Συμφωνίας των Πρεσπών.