Σε ζητήματα που άπτονται οικονομικής και πολιτικής αυτονομίας της κυβέρνησης βρίσκεται η συζήτηση για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και τη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας μετά την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο.
Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει λύση που της δίνουν αυξημένη αυτονομία και ευελιξία, έννοιες που εξειδικεύονται στην ελευθερία σχεδιασμού οικονομικής πολιτικής εντός των δημοσιονομικών ορίων και ανεξαρτησία στη διαχείριση του τραπεζικού τομέα, Αν και τα θέματα αυτά δεν τίθενται ευθέως, αποτελούν όμως το αποτέλεσμα του συστήματος εξισώσεων που καλούνται να επιλύσουν οικονομικό επιτελείο και θεσμοί στις διαπραγματεύσεις.
Επί τάπητος βρίσκεται το σχέδιο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους με επιμήκυνση των ωριμάνσεων, swap μεταξύ ESM και ΔΝΤ και κλείδωμα επιτοκίων. Τα μέτρα όμως αυτά δεν θα είναι άμεσης αλλά σταδιακής ωρίμανσης και για το ύψος και εύρος τους έχει εισαχθεί το “γαλλικό κλειδί” που θέτει αναπτυξιακά μεγέθη ως διακόπτες και “δοσομετρητές” των ελαφρύνσεων. Ο επικεφαλής του ESM, όμως, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, εμμένει στο σχέδιο που είχε διαμορφώσει με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το οποίο θέτει και πολιτικές παραμέτρους στη διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους, οι οποίοι είναι ι μεταρρυθμίσεις και η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Με τον τρόπο αυτό όμως ο μηχανισμός καθίσταται ελαττωματικός καθώς παρεμβαίνει ανθρώπινο χέρι, ήτοι πολιτικές ισορροπίες, οι οποίες είναι ευμετάβλητες και αποδεδειγμένα αναποτελεσματικές. Σε αυτό το σενάριο αντιδρούν ΕΕ και ΔΝΤ, ενώ ουδέτερη παραμένει η ΕΚΤ.
Όσον αφορά την “καθαρή έξοδο” η αντιπαράθεση επικεντρώνεται στη διαδικασία ενίσχυσης των τραπεζών, εάν και εφόσον απαιτηθεί κάτι τέτοιο. Σε αυτό το επίπεδο η ΕΚΤ πιέζει για πιο ευέλικτη διαχείριση των κόκκινων δανείων, ο ESM επιμένει για την προληπτική πιστωτική γραμμή, καθώς η ύπαρξη σχετικής συμφωνίας θα αναγκάσει την Ελλάδα να προσφύγει στον συγκεκριμένο μηχανισμό για στήριξη, ο οποίος θα συνεχίσει -κατ αυτό τον τρόπο- να ελέγχει τις τράπεζες. Η Κομισιόν έχει τεθεί υπέρ της δημιουργίας bad bank ιταλικού τύπου, σενάριο το οποίο η ελληνική κυβέρνηση δεν απορρίπτει αλλά επιθυμεί να το συζητήσει εκτός προγράμματος, ώστε να τεθούν νέοι όροι και το Δημόσιο να έχει τον τελικό λόγο.
Ένα τέτοιο σενάριο, όμως, δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό από τους τραπεζίτες καθώς θα οδηγήσει σε ανατροπή των ισορροπιών σε επίπεδο μετόχων άρα και στις διοικήσεις, ενισχύοντας την επιρροή του Δημοσίου, κίνηση που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή του στρατηγικού σχεδιασμού. Αυτή η προοπτική αφήνει την DG Comp και την SSM ως τοποτηρητές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, περιορίζοντας την παρέμβαση του “παλαιού” Βερολίνου.
Η πολιτική διαχείριση
Μετά από αρκετά δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου, το έδαφος, σε αυτή τη φάση, θεωρείται πρόσφορο για την επίτευξη και προώθηση μιας συμφωνίας πακέτο με την Ελλάδα για το χρέος και την επόμενη ημέρα, δυναμική που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και το ΔΝΤ, καθώς ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος, ο Πολ Τόμσεν, υπογράμμισε χθες την ανάγκη να συνομολογηθεί άμεσα μια συμφωνία για την ελάφρυνση χρέους.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης του ΔΝΤ για τις οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης, επανέλαβε ότι τα χρονικά περιθώρια για την ενεργοποίηση του προγράμματος του ΔΝΤ στενεύουν καθώς θα πρέπει να εφαρμοστεί παράλληλα με το πρόγραμμα του ESM, ενώ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο το ΔΝΤ τελικά να μη συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα αν δεν υιοθετηθούν οι προτάσεις του στη συμφωνία για το χρέος.
Στην Αθήνα το ζήτημα είναι η συμφωνία να εμπεριέχει σημαντικό βαθμό αυτονομίας και αυτοματισμού στη μείωση του χρέους ώστε να κινείται στον άξονα των διακηρύξεων περί καθαρής εξόδου. Ο έλεγχος των τραπεζών θα ήταν ένα σημαντικό σημείο που θα επέτρεπε την άμεση άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής, ωστόσο δεν θεωρείται ζωτικής σημασίας και ως εκ τούτου μπορεί να “θυσιαστεί” στη διαπραγμάτευση, από τη στιγμή που εξασφαλίζονται μέσω του ΠΔΕ, του προγράμματος Γιούνκερ και των Κινέζων τα απαραίτητα κεφάλαια για την αναπτυξιακή τράπεζα.
Στις Βρυξέλλες, οι πιέσεις για να κλείσει το ελληνικό ζήτημα διογκώνονται καθώς η διεύρυνση, η ολοκλήρωση, και οι παρεμβάσεις στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης είναι μέτωπα στα οποία χρειάζεται να επενδυθεί χρόνος, ενέργεια και πολιτικό κεφάλαιο.
Στην Ουάσιγκτον, το ΔΝΤ έχει ανειλημμένες υποχρεώσεις έναντι της Ελλάδας, καθώς η δημιουργία του απαραίτητου πολιτικού χώρου για την κυβέρνηση θα διευκολύνει τον σχεδιασμό για την ανάπτυξη του αμερικανικού γεωοικονομικού δόγματος στην Ανατολική Μεσόγειο, με αιχμή του δόρατος την ενέργεια.