Το ζήτημα της ρευστότητας των τραπεζών και της λειτουργικής τους κερδοφορίας έρχεται στο προσκήνιο μετά τα stress tests, τα οποία διαπίστωσαν υπερεπάρκεια εποπτικών κεφαλαίων αλλά και προβλήματα χαμηλής αποδοτικότητας των διοικήσεων.
Παρά τα φιλόδοξα business plans για τα κόκκινα δάνεια, που προβλέπουν υποχώρηση από το 49% του ενεργητικού το 2017, στο 35% το 2019, οι ελληνικές τράπεζες στηρίζονται κυρίως σε “εικονικά” κεφάλαια, που προέρχονται από τη χρήση του αναβαλλόμενου φόρου στον υπολογισμό των CET1, φτάνοντας μάλιστα στο 55%. Όπως επισήμανε και η Moody’s τα στοιχεία αυτά περιορίζουν τη δυνατότητα των τραπεζών να απορροφήσουν ζημιές από τα κόκκινα δάνεια, γεγονός που επιβραδύνει την πολιτική εκκαθάρισης των ισολογισμών, ενώ παράλληλα δημιουργεί πρόσθετο ρίσκο για τις τράπεζες σε συνάρτηση με τις δημοσιονομικές αποδόσεις του Δημοσίου.
Οι τράπεζες μπαίνουν από τον Ιούνιο σε διαδικασία εις βάθους ανάλυσης από τον SSM στο πλαίσιο της υποβολής στοιχείων Αξιολόγησης Κατάστασης Ενεργητικού (ICAAP) και της Εσωτερικής Διαδικασίας Αξιολόγησης Ρευστότητας (ILAAP). Οι έλεγχοι αυτοί όμως δεν είναι αυτόνομοι, αλλά σχετίζονται με τη διαδικασία εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙ και ΙΙΙ καθώς πρόκειται για στοιχεία που διαμορφώνουν το Liquidity Coverage Ratio στο πλαίσιο του οποίου αξιολογείται το HQLA (High Quality Liquid Assets) προφίλ των τραπεζών.
Το LCR βασίζεται στις μεθοδολογίες παραδοσιακής ρευστότητας “κάλυψης” που χρησιμοποιούνται εσωτερικά από τις τράπεζες για την εκτίμηση της έκθεσης σε ενδεχόμενα γεγονότα ρευστότητας. Οι συνολικές καθαρές ταμειακές ροές για το σενάριο υπολογίζονται για 30 ημερολογιακές ημέρες στο μέλλον. Το πρότυπο απαιτεί ότι, ελλείψει οικονομικής πίεσης, η αξία του δείκτη δεν πρέπει να είναι χαμηλότερη από 100% 4 (δηλ. Το απόθεμα HQLA θα πρέπει να ισούται τουλάχιστον με το σύνολο των καθαρών εκροών μετρητών) σε διαρκή βάση, επειδή το απόθεμα HQLA προορίζεται να αποτελέσει την “ασπίδα” κατά της πιθανής εμφάνισης πίεσης στη ρευστότητα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου οικονομικού stress, οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν το HQLA, μειώνοντας έτσι το 100%, καθώς η διατήρηση του LCR στο 100% κάτω από τέτοιες συνθήκες θα μπορούσε να προκαλέσει αδικαιολόγητες αρνητικές επιπτώσεις στην τράπεζα και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά.
Σε αυτό το σημείο ακριβώς έγκειται το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών, καθώς αποκαλύπτεται ότι όχι μόνο το 55% των εποπτικών κεφαλαίων είναι “αέρας” αλλά και -όπως έδειξαν τα stress tests- το επίπεδο μόχλευσης (leverage ratio) για στις συστημικές τράπεζες κινείται μεταξύ 9-11%, διπλάσιο, δηλαδή, του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αν τώρα σε αυτά συνυπολογιστεί το μεγάλο απόθεμα κόκκινων δανείων, τότε είναι εύκολα αντιληπτό ότι σε ένα πραγματικό σοκ οικονομικο-πολιτικό οι ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορούσαν να αντέξουν.
Το gap που εντοπίζεται μεταξύ της κεφαλαιακής επάρκειας και της έλλειψης ρευστότητας θα αποτελέσει το επίκεντρο των συζητήσεων των τραπεζιτών με τον SSM κατά τους επόμενους μήνες, με στόχο τα να διαμορφωθεί ένα νέο capital action plan για κάθε τράπεζα.
Σημείο τριβής μεταξύ των τραπεζιτών και της Ντανιέλ Νουί είναι ο καθορισμός της αποδεκτής ποιότητας στοιχείων του ενεργητικού που θα συμμετάσχουν στον υπολογισμό του HQLA και κατά συνέπεια θα προσμετρώνται στο LCR.