Σε κατάσταση διαρκούς stress test εισέρχονται πλέον η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα, καθώς η παράλληλη ωρίμανση του Σκοπιανού με την έξοδο από το Μνημόνιο και την ελάφρυνση του χρέους, δημιουργούν τον κατάλληλο θάλαμο επώασης των επιχειρούμενων πολιτικών μετασχηματισμών, που θα επαναπροσδιορίσουν το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα, ενώ η προοπτική Ευρωεκλογών, δημοτικών και κοινοβουλευτικών εκλογών το 2019 θέτει τα όρια και προσδιορίζει τις εξάρσεις.
Κόμματα και media επιμένουν στη διατήρηση της πόλωσης, θέλοντας να περιχαρακώσουν τους χώρους τους και να διεμβολίσουν τους αναποφάσιστους, θέτοντας παράλληλα το πλαίσιο πολιτικών συγκλίσεων με συγγενείς χώρους.
Από την άλλη πλευρά πολυεπίπεδες πιέσεις στην κατεύθυνση της πολιτικής συνεννόησης και ενδεχομένως σύγκλισης ασκούνται από εξωγενείς παράγοντες, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, δυναμική που δρα σταθεροποιητικά και απομονώνει τις ακραίες φωνές, καθώς οι ηγεσίες αναζητούν τη διεθνή αποδοχή προκειμένου να κερδίσουν αποδοχή και να διαμορφώσουν βιώσιμο κυβερνητικό προφίλ.
Το πλαίσιο που οριοθετείται από την αναπόδραστη δυναμική ανασύνταξης του πολιτικού συστήματος, την επιτακτική ανάγκη επίλυσης των εθνικών θεμάτων και την αναγκαιότητα της πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της προώθησης μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ, θα αποτελέσει την κοιτίδα μέσα από την οποία θα γεννηθεί το πολιτικό σύστημα V 3.0, το οποίο θα αναλάβει τη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας και την πλοήγηση της χώρας στα αχαρτογράφητα ακόμα μεταμνημονιακά νερά.
Το διακύβευμα για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον Αλέξη Τσίπρα είναι η απόκτηση των κλειδιών άσκησης κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, γεγονός που θα του επιτρέψει να εδραιώσει την πολιτική του κυριαρχία αποτελώντας τον προτιμητέο πολιτικό εταίρο για τον εκάστοτε ρυθμιστή του πολιτικού σκηνικού, λόγω της εμπεδωμένης αξιοπιστίας στο διεθνές σκηνικό.
Στο εσωκομματικό σκηνικό του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, μεγαλύτερο ρόλο θα παίξει η συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους, καθώς αυτό συνδέεται αμεσότερα με την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και την προοπτική απελευθέρωσης από τα δεσμά των δανειστών. Μια τέτοια εξέλιξη ενισχύει το δημοσιονομικό χώρο και σε συνδυασμό με την αυξημένη πολιτική αυτονομία, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ένα νέο πολιτικό αφήγημα που θα δράσει επουλωτικά στην πληγωμένη βάση του κόμματος.
Το πολιτικό σκηνικό
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένοντας στα θέματα διαφθοράς, διαπλοκής και την ατζέντα εξόδου από το Μνημόνιο επιδιώκει να ανακτήσει τα κοινωνικά του ερείσματα, διαμορφώνοντας ατζέντα ταξικής αντιπαράθεσης η οποία οριοθετούμενη απέναντι τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ρίχνει γέφυρες προς τη Σοσιαλδημοκρατία, η οποία εκφράζεται από το Κίνημα Αλλαγής, χώρο που παραδοσιακά αποτελεί συγγενή της Αριστεράς.
Η Νέα Δημοκρατία, αντιμετωπίζοντας αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικόστα εθνικά θέματα και προσπάθεια ποδηγέτησης της ηγεσίας από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, είναι αναγκασμένη να επενδύσει στην αποδόμηση του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, ενώ αναζητά τρόπους να ξεφύγει από το σπιράλ εσωστρέφειας που πυροδοτεί η αντιπαράθεση φατριών.
Ωστόσο, η αδυναμία έκφρασης ευρύτερων επιχειρηματικών συμφερόντων και κοινωνικών τάσεων, οι ατομικές επιδιώξεις κορυφαίων στελεχών και οι συμφωνίες στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, στο εσωτερικό, αποδυναμώνουν την αποτελεσματικότητα της αντιπολιτευτικής γραμμής.
Οι πολιτικές διεργασίες είναι ακόμα πιο εμφανείς στον χώρο του Κέντρου, όπου το Κίνημα Αλλαγής επιχειρεί να συγκεντρώσει πολυδιαστασμένες δυνάμεις με στόχο να παίξει ρόλο ρυθμιστή στις πολιτικές εξελίξεις πριν και μετά τις εκλογές, επιλέγοντας κατ ουσία την επόμενη κυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, το επιχειρούμενο άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στη Σοσιαλδημοκρατία με κοινωνικά νομοσχέδια και η προσπάθεια συνεννόησης στα εθνικά ζητήματα και τη συνταγματική αναθεώρηση, διαμορφώνουν μια βάση σύγκλισης, όμοια της οποίας δεν υπάρχει από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία βρίσκεται σε μια δεξιά στροφή διαρκείας, λόγω της ατζέντας των εθνικών θεμάτων και θέλοντας να ανακόψει την εκροή ψήφων προς τη Χρυσή Αυγή και άλλα ακροδεξιά μορφώματα, όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες αλλά και νέους-υπό ανάπτυξη σχηματισμούς.
Η πολιτική συνύπαρξη, του Σταύρου Θεοδωράκη με τον Γιώργο Παπανδρέου κάτω από τη στέγη του Κινήματος Αλλαγής, καθώς και η απορρόφηση της Κατερίνας Μάρκου από τη Νέα Δημοκρατία δείχνει την απομάκρυνση του νέου κόμματος από τη Δεξιά. Ωστόσο, αβέβαιη παραμένει η στάση που θα τηρήσουν ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Ανδρέας Λοβέρδος καθώς ο αντίκτυπος που αυτή θα έχει στη διαμόρφωση της γραμμής του Κινήματος Αλλαγής, κυρίως μετεκλογικά, καθώς προεκλογικά και ιδιαίτερα στο Σκοπιανό η προοπτική συναίνεσης είναι εμφανής.
Την ίδια στιγμή η προοπτική διατήρησης των ποσοστών της Χρυσής Αυγής και ανάδειξής της σε τρίτο κόμμα μετά τις εκλογές αποτελεί επίσης έναν παράγοντα που αποδυναμώνει τη Νέα Δημοκρατία.
Αβέβαιη είναι και η μοίρα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, οι οποίοι επιχειρούν να τραβήξουν κόσμο από την ακροδεξιά, υιοθετώντας υπερεθνικιστική στάση στο Σκοπιανό και εμπρηστική ρητορική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ ποντάρουν να δρέψουν κάποιους καρπούς από τα αφηγήματα της “καθαρής εξόδου” και της κάθαρσης.
Εκτός Βουλής φαίνεται να μένει η Ένωση Κεντρώων, στελέχη της οποίας μετακινούνται προς όλους τους χώρους, χωρίς ωστόσο να θεωρείται ότι πέρα από τις ευκαιριακές σκοπιμότητες θα μπορούσαν να έχουν πολιτικό μέλλον και εκλογικό ακροατήριο.
Γρίφος παραμένει το ΚΚΕ, το οποίο δεν αναμένεται να διαφοροποιήσει τη στρατηγική του και προσδοκά στην ψήφο διαμαρτυρίας, αν και στο παρασκήνιο επιχειρεί να διαμορφώσει μέτωπο με εξοκοινοβουλευτικές δυνάμεις στο πλαίσιο της πολιτικής ανυπακοής, αν και δύσκολα θα κινηθεί προς μια πιο επιθετική αντιευρωπαϊκή ρητορική.