Σε περίοδο αυξημένων εντάσεων εισέρχεται η Ελλάδα, όπως είναι πλέον προφανές καθώς τα εθνικά θέματα ανεβαίνουν στην ατζέντα τόσο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού NATO-Ρωσίας στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, όσο και λόγω της προσπάθειας του Ταγίπ Ερντογάν να εξάγει ένταση και να διατηρήσει το εθνικιστικό προφίλ του, καθώς οδηγεί τη χώρα του σε πρόωρες εκλογές.
Ο Ταγίπ Ερντογάν επιλέγει χρονικά τη συγκεκριμένη περίοδο καθώς προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την αυξημένη διεθνή κινητικότητα που πυροδοτείται από γεωπολιτικούς παράγοντες, στο πλαίσιο της μαξιμαλιστικής στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική και κινείται προς τις εκλογές και αναζητά αφενός νίκες στη φαρέτρα του και αφετέρου να τονώσει το εθνικιστικό του προφίλ. Η κεμαλινική αντιπολίτευση δεν είχε ποτέ ελπίδες, ωστόσο η εμφάνιση νέων πολιτικών σχηματισμών και ο πιθανός αποκλεισμός από τη νέα βουλή του φιλοκουρδικού κόμματος δημιουργούν δυναμική που θα δυσκολέψει την εκλογή προέδρου στον πρώτο γύρο.
Το σκηνικό αυξημένης έντασης βοηθά την ελληνική κυβέρνηση στα ευρωπαϊκά φόρα, καθώς προβάλεται ως θύμα της τουρκικής προκλητικότητας, της αμετροέπειας του Ταγίπ Ερντογάν και επιτυγχάνει να κεφαλαιοποιήσει επί των υποσχέσεων των εταίρων και συμμάχων. Ταυτόχρονα, όμως, βρίσκεται μπροστά σε επικίνδυνες οδούς, οι οποίες -όπως έχει κατ επανάληψη επισημανθεί- μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε θερμό επεισόδιο με απρόβλεπτες διαστάσεις.
Σε οικονομικό επίπεδο, η κλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο απειλεί να πλήξει την ταχύτερα αναπτυσσόμενη ελληνική βιομηχανία, αυτή του τουρισμού και να εκτροχιάσει την οικονομία σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο.
Πολιτικά, η ένταση με την Τουρκία ευνοεί τη διαδικασία συνεννόησης στο πολιτικό σύστημα, κρατά την κοινή γνώμη απασχολημένη και επιτρέπει μεγαλύτερο πεδίο ελιγμών σε άλλα ζητήματα, βραχυπρόθεσμα. Η διατήρηση όμως του θερμομέτρου σε υψηλά επίπεδα βοηθά την επώαση του αυγού του φιδιού της ακροδεξιάς και θα αναγκάσει την αντιπολίτευση σε μια ακόμη ακροδεξιά στροφή, ανταποκρινόμενη στη δυναμική της βάσης.
Συνεπώς, η δημιουργία ενός σκηνικού έντασης μεσοπρόθεσμα υποσκάπτει την προοπτική επίλυσης του Σκοπιανού και απειλεί με αποσταθεροποίηση το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, γεγονός που θα έχει αρνητικές συνέπειες στην οικονομία, τη διεθνή θέση και την πολιτική αξιοπιστία.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση καλούνται να λάβουν αποφάσεις στρατηγικής απέναντι στην πολιτική της Τουρκίας εξετάζοντας τα ζητήματα διεξοδικά, καθώς οι παραβιάσεις του εναερίου χώρου, η κράτηση των Ελλήνων στρατιωτικών και η πολιτική αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, αποτελούν μέτωπα στα οποία αναμένεται να επενδύσουν τόσο ο Ταγίπ Ερντογάν και ο υπερεθνικιστής σύμμαχός του, όσο και η κεμαλική αντιπολίτευση που ακόμα αναζητά χώρα και διακριτό πολιτικό στίγμα.
Η μικρή προεκλογική περίοδος των δύο μηνών έχει επίσης δύο αναγνώσεις, καθώς από τη μια δημιουργεί ελπίδες για εκτόνωση της έντασης μετά τις εκλογές, εφόσον ισχυροποιηθεί ο Ερντογάν και λάβει και τη διεθνή νομιμοποίησης που προσδοκά, ενώ από την άλλη η συσσώρευση μεγάλης έντασης πυκνώνει τον χρόνο και ανεβάζει το ρίσκο ενός θερμού επεισοδίου που θα μπορούσε να δημιουργήσει αμέτρητα προβλήματα.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι τώρα -και επισήμως- δέσμιες του πολιτικού κλίματος στην Τουρκία, των δημοσκοπήσεων και του πολιτικού παιχνιδιού στην Άγκυρα.