Αντιμέτωπη με τη μεταβαλλόμενη διεθνή σκακιέρα και ασταθές εγχώριο σκηνικό είναι η ελληνική κυβέρνηση καθώς εθνικά και μείζονα πολιτικά ζητήματα βρίσκονται σε σημείο ωρίμανσης και καθώς ταυτόχρονα αναζητείται απάντηση στον γρίφο της κυβερνησιμότητας της χώρας με τρόπο που θα διασφαλίζεται η εφαρμογή των συμφωνηθέντων με εταίρους και δανειστές. Καθοριστικό ρόλο όμως για τη διαμόρφωση του σκηνικού που θα εμπνέει αξιοπιστία διαδραματίζουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις καθώς και το επιχειρηματικό κεφάλαιο και οι ελίτ, καθώς ανεξάρτητα και ταυτόχρονα συλλογικά θα πρέπει να οικοδομηθεί ασπίδα έναντι εξωγενών και εξωθεσμικών παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη θέση της χώρας και την προοπτική της, εντός των υπαρχόντων υπερεθνικών σχηματισμών και διακρατικών δομών ασφαλείας.
Το επιχειρηματικό κεφάλαιο της χώρας αποδεικνύεται, σε αυτή τη φάση, ανεπαρκές για τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας, καθώς τα συμφέροντα του βρίσκονται ως επί το πλείστον εκτός Ελλάδας και συνεπώς οι επιχειρηματίες είναι ευεπίφοροι σε παρεμβάσεις αποσταθεροποιητικών παραγόντων. Σε αυτό το πλαίσιο κυβέρνηση, αντιπολίτευση και οι λοιπές δυνάμεις που εντάσσονται στο συνταγματικό τόξο, καλούνται να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων καθοδηγώντας τις επιχειρηματικές ελίτ και αναζητώντας τη διαμόρφωση μιας νέας επιχειρηματικής τάξης με γνώμονα το κέντρο βάρους της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και τη δυνατότητα επίδρασης εξωχώριων και αντι-ευρωπαϊκών δυνάμεων επάνω τους.
Μετά από μια δεκαετία κρίσης το επιχειρηματικό κεφάλαιο έχει εξαϋλωθεί, το χρήμα που κινείται στην ελληνική οικονομία προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από πρόσωπα και επιχειρήσεις που δεν εντάσσονται στη δομημένη επιχειρηματική κοινότητα, αλλά από ευκαιριακούς παίχτες οι οποίοι έχουν περιορισμένους εγχώριους δεσμούς, αλλά τα συμφέροντά τους εστιάζονται σε χώρες εκτός των θεσμών και σχηματισμών που κινείται η χώρα. Η ανάδειξη μιας νέας επιχειρηματικής ηγετικής τάξης και του συνεπακόλουθου οικοσυστήματος, απαιτεί τον επαρκή προσδιορισμό των χαρακτηριστικών, αφήνοντας πάντα χώρο για την κίνηση και των υπολοίπων, η επιρροή των οποίων στο πολιτικό σύστημα θα πρέπει περιοριστεί.
Το μοντέλο διασύνδεσης στον υψηλότερο βαθμό της επιχειρηματικής ελίτ με τον αθλητισμό και παράλληλα με τα media έχει κατ επανάληψη αποτύχει, έχοντας συμπαρασύρει, στην κατά παράδοση παταγώδη κατάρρευσή του, πολιτικό προσωπικό. Ακόμα πιο επικίνδυνη, για τη δημοκρατία είναι η χρήση των ομάδων ως μοχλού ελέγχου κοινωνικών ομάδων, καθώς μέσα από τέτοιες διεργασίες ενισχύθηκε και απέκτησε κινηματική μορφή η ακροδεξιά, ενώ οι αθλητικές εγκαταστάσεις υποβαθμίστηκαν σε σκοτεινά σοκάκια συνάντησης αντισυστημικών επιχειρηματικών και πολιτικών δυνάμεων.
Αν και ασύνδετα μεταξύ τους τα εθνικά και πολιτικοοικονομικά ζητήματα, αμφότερα καταλήγουν στον κοινό παρονομαστή της πιστής εφαρμογής των συμφωνηθέντων προοδευτικά και μετά τις αναταράξεις που θα προκαλέσουν οι πολλαπλές επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Με τις αποκρατικοποιήσεις να αναδεικνύονται σε μοχλό επίτευξης διακρατικών συμφωνιών το πολιτικό σύστημα διαθέτει έναν μοχλό αναδιάταξης του τοπίο και ανάδειξης ενός νέου επιχειρηματικού πόλου, ωστόσο κάτι τέτοιο ενέχει και κινδύνους εφόσον δεν αποτελεί απόφαση στο πλαίσιο πολιτικής συνεννόησης.
Το πολιτικό σκηνικό
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιθυμούν αφενός να μετρήσουν τις δυνάμεις τους και αφετέρου να διαμορφώσουν πλαίσιο που θα επιτρέψει την επιστροφή κοινωνικών μαζών που είχαν βρεθεί κοντά σε σχηματισμούς εκτός συνταγματικού τόξου ή επέλεγαν την αποχή.
Οι πολιτικές διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη στον ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Αλλαγής αλλά και οι πρωτοβουλίες αμφίπλευρης διεύρυνσης που επιχειρεί να αναλάβει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνδυασμό με την εμβάθυνση του ρήγματος στον κυβερνητικό συνασπισμό, λόγω των εθνικών θεμάτων, δημιουργούν μια νέα δυναμική στο πολιτικό σκηνικό. Είναι πλέον προφανές ότι επιθυμία όλων είναι να αναχθεί η κεντροαριστερά σε ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα, ωστόσο αυτό από μόνο του δεν αποδυναμώνει τη Χρυσή Αυγή, η οποία παραμένει -δημοσκοπικά τουλάχιστον- τρίτο κόμμα, με κοινωνικό έρεισμα που θα μπορούσε να ενισχυθεί από ενδεχόμενες μικροπολιτικές ακροβασίες στα εθνικά θέματα.
Επίσης, καταλυτική είναι η επίτευξη συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους σε συνδυασμό με την έξοδο από το Μνημόνιο και με βάση έναν νέο μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό που θα επιτρέπει την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και θα διαχέει την ανάπτυξη, από τα πρώτα στάδια, στην κοινωνία.
Σε κυβερνητικό επίπεδο ο πρόσφατος ανασχηματισμός έδωσε το στίγμα των προθέσεων του Μεγάρου Μαξίμου για τη διεύρυνση, ακόμα και τον επανακαθορισμό του κυβερνητικού σχήματος. Σε αυτή τη φάση, ωστόσο, η αλλαγή κυβερνητικού εταίρου θεωρείται τόσο δύσκολη όσο και πολιτικά ασύμφορη, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την Κεντροαριστερά. Παρ’ όλα αυτά πρωτοβουλίες όπως η είσοδος του Φώτη Κουβέλη στην κυβέρνηση, η σαφής τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα υπέρ της αναδόμησης της ευρωπαϊκής αριστεράς και της συνάντησης με τη Σοσιαλδημοκρατία αποτελούν τις πρώτες κινήσεις οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ συγγενών, πολιτικά, χώρων, οι οποίοι δεν διέθεταν ούτε διαύλους επικοινωνίας.
Την ίδια στιγμή μια πιο ad hoc προσέγγιση στην Κεντροαριστερά επιχειρεί η Νέα Δημοκρατία, σε μια προσπάθεια να αλλάξει το κλίμα, να δοθεί η αίσθηση της ευρύτητας της παράταξης και να απορροφηθούν κραδασμοί από τη διαχείριση κρίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η εισδοχή της Κατερίνας Μάρκου, ενώ αναμένονται και άλλες τέτοιου χαρακτήρα κινήσεις, οι οποίες όμως θα αφορούν προσέγγιση μεμονωμένων προσώπων και όχι ευρύτερων ομάδων με κοινωνικές αναφορές.
Παράλληλα, η Κεντροαριστερά επιχειρεί για ακόμη μια φορά να εκπέμψει ενιαίο, διακριτό και ελκυστικό πολιτικό στίγμα, διατηρώντας ανοιχτές τις πόρτες και επιδιώκοντας να καλλιεργήσει έναν πολιτικό μαξιμαλισμό που θα βοηθήσει στην επιστροφή μέρους της κοινωνικής βάσης. Οι εμφανείς αρρυθμίες, οι υπόγειες πολιτικές εξαρτήσεις παραγόντων, οι διαφορετικές αφετηρίες και η έλλειψη πολιτικής παραγωγής, υποσκάπτουν την προσπάθεια και υποθηκεύουν την προοπτική ανάδειξης ενός νέου φορέα-εκφραστή του κοινωνικού κέντρου, το οποίο λόγω της κρίσης και της πολιτικής πόλωσης έχει απολέσει το αισθητήριο της έντασης και εύκολα παρασύρεται σε αντιδράσεις χωρίς πολιτικό χαρακτήρα.
Η Χρυσή Αυγή παραμένει μια σημαντική πηγή ανησυχίας για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, καθώς δύσκολα θα μπορέσει να διαχειριστεί μια θεσμική εδραίωση της ακροδεξιάς που θα της δώσει κοινοβουλευτική διάσταση και ρόλο, τη στιγμή που ως χώρος παραμένει ιδεολογικά κατακλυσμένος από φιλοναζιστικές ομάδες και ευάλωτος σε εξωτερικές παρεμβάσεις από πηγές εκτός των ομόκεντρων κύκλων συμμάχων και εταίρων της Ελλάδας.