Χαρακτηριστικά επιβεβλημένης ενδοσκόπησης των κομμάτων εισάγει η δυναμική επαναπροσδιορισμού του πολιτικού σκηνικού, που έχει προκύψει από τη διασταύρωση στην επικαιρότητα ζητημάτων, που προκαλούν πυρηνικές διεργασίες τόσο στους πολιτικούς οργανισμούς όσο και στην κοινωνία.
Με αφορμή τα εθνικά θέματα, ορίζοντα τις ευρωεκλογές και γνώμονα τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας, η οποία προϋποθέτει την προοπτική βιώσιμης κυβέρνησης, έχουν δρομολογηθεί διεργασίες σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Με την κεντροαριστερά να παραμένει σε σύγχυση, τα σκάνδαλα Novartis και Μετρό να έχουν περιορίσει το χώρο ελιγμών και συμμαχιών, τα εθνικά θέματα να επιβάλλουν πολιτική συνεννόηση, αλλά να ταλανίζουν ταυτόχρονα τον κυβερνητικό συνασπισμό και τη μείζονα αντιπολίτευση, το σκηνικό οριοθετείται από τα ανοιχτά θέματα.
Η δυναμική όμως καθίσταται αναπόδραστη από την προοπτική των επερχόμενων ευρωεκλογών τον Μάιο του 2019, σημείο καμπής, καθώς προηγείται 6 μηνών των προγραμματισμένων εθνικών και δημοτικών εκλογών.
Το σκηνικό περιπλέκεται από τις αντίρροπες δυνάμεις που ασκούνται στα εθνικά θέματα στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης NATO-Ρωσίας και της προσπάθειας μέρους του πολιτικού προσωπικού να βρει κοινωνικές αναφορές, βάση όμως που εκτός από ευκαιριακή, είναι και δυνάμει αποσταθεροποιητική.
Η κυβερνητική πλειοψηφία έχοντας τον έλεγχο της πολιτικής ατζέντας, μπορεί να διαμορφώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναζητηθούν νέες πολιτικές συνάφειες και ενδεχομένως συμμαχίες, βοηθώντας να ξεκαθαρίσουν οι πολιτικοί χώροι και να εδραιωθούν δυναμικές που θα σμιλέψουν το σκηνικό στις επερχόμενες αναμετρήσεις. Καθοριστικό ρόλο, όμως, σε μια τέτοια προσπάθεια θα παίξουν οι κομματικοί μηχανισμοί, καθώς αυτοί θα κληθούν να παίξουν ρόλο διαύλου επικοινωνίας με την κοινωνία, με τη διείσδυση τους να αποτελεί το μέτρο επιτυχίας της πολιτικής διεύρυνσης.
Η επανενεργοποίηση του κομματικού μηχανισμού, όμως, ενέχει και κινδύνους ανάδυσης κριτικής και δημιουργίας νέων μετώπων, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση, συνθήκη που επιτάσσει τον επαρκή προσδιορισμό της ημερήσιας διάταξης, της επιλογής των ατόμων και της ανάδειξης των κομματικών οργάνων ως μείζονα και καταλυτικά φόρα επεξεργασίας. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η αυτονόμηση των κομμάτων, επί συγκεκριμένης ατζέντας, ενώ παράλληλα τα όργανα θα παίξουν ρόλο δικλείδας ασφαλείας για την κυβέρνηση και την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ώστε να μην ανατραπεί επιθετικά -από τη βάση- ο προγραμματισμός και να μην εκτροχιαστεί η δυναμική πολιτικής συνεννόησης στην κεντρική σκηνή.
Τα ανά χείρας θέματα είναι ενδεικτικά της πολιτικής φυσιογνωμίας, αν όχι της ταυτότητας, των κομμάτων και ως εκ τούτου στρέφουν τους μηχανισμούς στην αναζήτηση συζητητών και εν δυνάμει συμμάχων στο φυσικό πολιτικό και κοινωνικό τους χώρο.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβερνητική πλειοψηφία η προοπτική αναδόμησης του πολιτικού τοπίου αναβιώνει τη στρατηγική συνάντησης της εκλογικής βάσης με την κομματική, πολιτική που απαιτεί ενεργητική διαχείριση τώρα, προκειμένου να αποφευχθεί εμβάθυνση του ρήγματος. Σε αυτή τη βάση, ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα αποδεσμεύσουν δυναμικές και θα αναζωογονήσουν τις κομματικές δομές, δίνοντας διέξοδο σε απομονωμένες και “φιμωμένες” κοινωνικές ομάδες.
Για τη Νέα Δημοκρατία, τα εθνικά θέματα αναδεικνύουν το χάσμα μεταξύ της παλαιάς εθνικοπατριωτικής δεξιάς και της σύγχρονης πολιτικά ρεαλιστικής συντηρητικής -φύσει και θέσει- νεοφιλελεύθερης παράταξης. Η απειλή της Χρυσής Αυγής από την άκρα δεξιά, καθώς και της ανάδυσης ευκαιριακών σχηματισμών όπως το ΛΑ.Ο.Σ., σε συνδυασμό με την αδυναμία έκφρασης ενός πιο προοδευτικού λόγου που θα βοηθούσε το άνοιγμα στο κέντρο, θέτει εν αμφιβόλω τη στρατηγική αμφίπλευρης διεύρυνσης που θέλει να υλοποιήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.