Επιπλοκές στις σχέσεις των διοικήσεων των ελληνικών τραπεζών με τους μετόχους και την κυβέρνηση προκαλούν τα ιδιαίτερα φιλόδοξα, όπως αποδεικνύεται, business plans που υπέβαλαν και έγινα αποδεκτά από την Τράπεζα της Ελλάδας, καθώς τα stress tests διαψεύδουν τις παραδοχές, εφόσον δεν έχει επιτευχθεί η αρμόζουσα πρόοδος.
Η αδυναμία των τραπεζιτών να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που οι ίδιοι καλλιέργησαν, γνωρίζοντας το πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον και τη δυναμική της οικονομίας, δημιουργεί εντάσεις οι οποίες δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμες εσωτερικά, ενώ το πολιτικό lobbying που επιχειρείται αμφίδρομα στην Ελλάδα και στη Φρανκφούρτη έχει παρενέργειες οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί και αυξάνουν το πολιτικό ρίσκο, υποσκάπτοντας δυνητικά την πολιτική σταθερότητα.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του οικονομικού Τύπου οι τράπεζες έχουν προϋπολογίσει στα business plans τους πωλήσεις κόκκινων δανείων ύψους 13 δισ. και βελτίωση της εικόνας οφειλών που έχουν ενταχθεί στο “Νόμο Κατσέλη” 18 δισ. Το άθροισμα είναι 31 δισ., ωστόσο στα business plans δεν περιλαμβάνεται αυτό αλλά μια πιο μετριοπαθής προσέγγιση της τάξης των 15-17 δισ. συνολικά, η οποία όμως και πάλι αποδεικνύεται εκτός πραγματικότητας.
Χωρίς αυτά τα κεφάλαια όλες οι άλλες κινήσεις επαρκούν για τη διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, δεν καλύπτουν όμως τους στόχους για το Liquidity Coverage Ratio και για την άμεση ρευστότητα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να απαιτηθούν αυξήσεις κεφαλαίου μετά την ολοκλήρωση των stress tests.
Η προοπτική όμως αυτή, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, κυρίως για τους ιδιώτες μετόχους οι οποίοι έχουν εισφέρει αρκετά, έχουν υποστεί dillsusion και δεν φαίνονται διατεθειμένοι να αναλάβουν πρόσθετο ρίσκο σε αυτή τη φάση. Πρόβλημα όμως δημιουργείται και για τις διοικήσεις των τραπεζών και το ΤΧΣ που σήμερα είναι ο βασικός μέτοχος των τραπεζών και με σημαντικές επενδύσεις. Εδώ το πρόβλημα δεν θα φανεί άμεσα, αλλά μετά την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα και εφόσον απαιτηθούν πρόσθετα κεφάλαια. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ελέγχεται μεν από το ΥΠΟΙΚ, ωστόσο καταλυτική παρέμβαση διαθέτει επ αυτού και ο ESM, καθώς εισφέρει τα κεφάλαια.
Αν όμως η Ελλάδα εξέλθει από το Μνημόνιο χωρίς να ενταχθεί σε γραμμή στήριξης και διαθέτοντας απόθεμα της τάξης των 19 δισ., τότε η κατάσταση περιπλέκεται. Εάν, σε ένα τέτοιο σενάριο, απαιτηθούν αυξήσεις κεφαλαίου και δεν καλυφθούν από ιδιώτες, τότε το Δημόσιο, στα πρότυπα της Ιταλίας, θα έχει δικαίωμα να συμμετάσχει, χωρίς να επηρεαστεί μάλιστα το Δημοσιονομικό αποτέλεσμα και να εντάξει την επένδυση στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη όμως θα οδηγούσε σε ανατροπή του μετοχικού και διοικητικού status quo στις τράπεζες, προσφέροντας στην κυβέρνηση δυνατότητα ευθείας παρέμβασης στη διοίκηση και αλλαγή προσανατολισμού, εφόσον μάλιστα τα κεφάλαια θα εντάσσονται στο ΠΔΕ.
Το ενδεχόμενο αυτό προσπαθούν να αποτρέψουν οι τραπεζίτες πιέζοντας αφενός για την επιτάχυνση των πλειστηριασμών και των πωλήσεων δανείων και τασσόμενες στην κατεύθυνση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής. Εφόσον υπάρξει αυτός ο μηχανισμός η Ελλάδα θα είναι αναγκασμένη να αποτανθεί στον ESM σε περίπτωση που απαιτηθούν αυξήσεις κεφαλαίου από τις τράπεζες, γεγονός που αν και θα ενοχλήσει τους μετόχους εν τέλει δεν θα διαταράξει τις διοικητικές ισορροπίες.
Ιδωμένη υπ αυτό το πρίσμα η αντιπαράθεση του Μάριο Ντράγκι με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο στο Eurogroup αποκτά άλλο νόημα και ειδικό βάρος και σίγουρα διαφορετικές προεκτάσεις.