Καταλυτικό για την πορεία της Ελλάδας στις ευρωατλαντικές δομές, τη διεθνή θέση της χώρας και ως εκ τούτου για την ανάπτυξη της οικονομίας και την πολιτική σταθερότητα είναι το πρώτο εξάμηνο του 2018, καθώς σειρά μειζόνων θεμάτων απαιτούν επιτακτικά λύσεις. Αν και η συναίνεση των κομμάτων δεν είναι ούτε προαπαιτούμενη, ούτε αναγκαία, η πολιτική συνεννόηση θα αποτελέσει “διαβατήριο” για την πρόσβαση του πολιτικού προσωπικού στα διεθνή φόρα.
Με το Σκοπιανό και την έξοδο από το Μνημόνιο να βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας, το πολιτικό σύστημα και τα media περιστρέφονται γύρω από αυτά και τα παρακλάδια τους. Αν και φαινομενικά ασύνδετα, τα δυο ζητήματα “τρέχουν” παράλληλα, ενώ συμπίπτει και ο χρόνος ωρίμανσής τους, καταδεικνύοντας τη δυναμική που αναπτύσσεται, ενώ αμφότερα άπτονται της εθνικής κυριαρχίας.
Η επίλυση του ονοματολογικού της πΓΔΜ δεν είναι μόνο ελληνική προτεραιότητα, αλλά πρωτίστως Νατοϊκή, καθώς εντάσσεται στην ευρύτερη αντιπαράθεση της συμμαχίας με τη Ρωσία για τη διαμόρφωση σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια. Παράλληλα όμως εντείνονται οι διεργασίες και στο αλβανικό μέτωπο καθώς τα Τίρανα έλαβαν πρόσκληση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, προαπαιτούμενο για την οποία είναι η επίλυση των διμερών ζητημάτων με την Ελλάδα, κατεύθυνση προς την οποία γίνονται βήματα.
Η επίλυση όμως χρονιζόντων εθνικών θεμάτων απαιτεί πολιτική σταθερότητα και κοινωνική ευμάρεια, συνθήκες που δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί στην Ελλάδα, καθώς μετά από 10 χρόνια κρίσης, η κοινωνική δυσαρέσκεια αποτελεί μείζονα παράγοντα πολιτικής αστάθειας. Συνεπώς η διαμόρφωση ενός πολιτικού σκηνικού ικανού να προωθήσει λύσεις σε εθνικά θέματα είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη υπόθεση.
Σε θέματα υψηλής κοινωνικής ευαισθησίας, που συνεπάγονται αυξημένο πολιτικό κόστος και ενέχουν κίνδυνο αναταραχών, η ανάληψη πρωτοβουλιών από την κυβερνητική πλειοψηφία δεν επαρκεί, ενώ η εμπλοκή εταίρων της ΕΕ και συμμάχων του NATO, καθιστά την εξίσωση απαιτητική και πολιτικά επικίνδυνη, καθώς από τους ίδιους εξαρτάται και η έξοδος από το καθεστώς εποπτείας και η διαμόρφωση της επόμενης ημέρας.
Οι εξισώσεις
Αν και σε πρώτη ανάγνωση τα θέματα δεν έχουν προφανείς συνάφειες, εν τούτοις πρόκειται για ένα σύστημα εξισώσεων με κοινούς παραγώγους, ήτοι η επίλυση τους αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος, το οποίο έχει συνάφειες και ολοκληρώνεται ή μένει ανεπίλυτο, αλλά δεν επιδέχεται τμηματικών λύσεων.
Ήτοι, η επίλυση του ονοματολογικού της πΓΔΜ επιτρέπει την είσοδο της γειτονικής χώρας στο NATO και την επαναφορά σε ευρωπαϊκή τροχιά, NATO και ΕΕ είναι όμως και κυρίαρχοι παράγοντες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η παρέμβαση των οποίων μπορεί να μεταβάλλει καθοριστικά το τοπίο.
Αντιστοίχως και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις επιλύονται ως προς την επαναφορά της Αλβανίας σε ευρωπαϊκές ράγες, όντας ήδη χώρα-μέλος του NATO. Με δεδομένη την οικονομική καχεξία, την κοινωνική αστάθεια και την αυξημένη παρέμβαση της Τουρκίας στην χώρα, η σταθεροποίησή της αποτελέσει σημαντικό όφελος για την Ελλάδα.
Συνεπακολούθως όμως τίθενται σε τροχιά επίλυσης η κρίση του Κοσόβου, καθώς το περιβάλλον θα έχει αποκατασταθεί και η Σερβία θα έχει πλέον κάθε λόγο να θέλει την απεμπλοκή της.
Για την επίλυση του αυτού συστήματος εξισώσεων απαιτείται η ελαχιστοποίηση των αγνώστων στην εσωτερική ελληνική σκηνή, που συνεπάγεται συντονισμένη δράση και συνεννόηση του πολιτικού συστήματος ως προς τους παραγώγους, που δεν είναι άλλοι από την ΕΕ και το NATO.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική σταθερότητα και η κοινωνική συνοχή αναδεικνύονται σε προαπαιτούμενα της επίλυσης των γεωπολιτικών εξισώσεων και ως εκ τούτου κυβέρνηση και αντιπολίτευση καλούνται να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αναλάβουν ρόλους και ευθύνες που θα συμβάλλουν εποικοδομητικά στην αποτελεσματική επίλυση προβλημάτων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι προφανές ότι ρόλο στην επόμενη ημέρα θα έχουν, έστω και τυχαίο, οι παράγοντες λύσεων, ενώ αποκλείονται εκ των παραγώγων οι αποσταθεροποιητικές δυνάμεις.
Συνεπώς, η επίλυση των εξισώσεων αποτελεί συνθήκη επιβίωσης του εγχώριου πολιτικού συστήματος, ανάκτησης της οικονομικής κυριαρχίας και σταθεροποίησης της κοινωνίας.
Αναλόγως προσδιορίζεται και το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό ρίσκο της χώρας, καθώς η επίλυση, με αναγωγή, των προβλημάτων είναι πλέον μονόδρομος.