Σε περίοδο πολιτικών αναταράξεων, έξωθεν παρεμβάσεων, ειδησεογραφικής προπαγάνδας και εθνικιστικών εξάρσεων εισέρχονται Ελλάδα, πΓΔΜ, καθώς το “Σκοπιανό” ανεβαίνει στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας, αποτελώντας ταυτόχρονα μια ακόμη κρίσιμη μάχη στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης NATO-Ρωσίας για τον έλεγχο των δυτικών Βαλκανίων.
Εξωτερικές, εξωθεσμικές παρεμβάσεις, fake news, μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ετερόκλητα επιχειρηματικά συμφέροντα, αποτελούν κάποιες μόνο από τις μεταβλητές που επηρεάζουν την πολιτική σκηνή, απευθείας και εξ αντανακλάσεως. Καθώς οι κοινωνίες των δύο χωρών βρίσκονται τόσο κοντά, όσο και μακριά, η ανακίνηση εθνικών θεμάτων δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την εισβολή παρωχημένων τάσεων στην κεντρική πολιτική σκηνή, ενώ παράλληλα τα η σύγκρουση γιγάντων, στη σκιά της οποίας επιχειρείται η επιτάχυνση της επίλυσης του ζητήματος, αποτελεί έναυσμα για συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα.
Όπως έχει εγκαίρως επισημάνει το Crisis Monitor ακροδεξιοί θύλακες στην Ελλάδα, η βιομηχανία παραγωγής ψευδών ειδήσεων, που καθοδηγείται από το Κρεμλίνο και επιχειρηματικά συμφέροντα με απολήξεις στα media και την πολιτική σκηνή που παρέμεναν εν υπνώσει τώρα αποκτούν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της επικαιρότητας.
Μέρος της στρατηγικής προετοιμασίας της κοινής γνώμης και διαχείρισης του απορρέοντος -από τον δυνητικό συμβιβασμό- πολιτικού κόστους, αποτελούν οι δημόσιες αντεγκλήσεις κυβέρνησης-αντιπολίτευσης και συνεπακόλουθη αναρρίχηση του θέματος στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας.
Από την άλλη πλευρά εμπρηστικά δημοσιεύματα στα media που υπερβαίνουν την περιγραφή των κομματικών αντιπαραθέσεων, υπεισέρχονται σε μικροπολιτικές δυναμικές, καλλιεργώντας κλίμα πόλωσης, όταν αυτά προέρχονται από media που ελέγχονται ή συνδέονται με επιχειρηματίες με ανοιχτούς ή συγκεκαλυμμένους δεσμούς με το Κρεμλίνο, είναι προφανές ότι αποτελούν τροχιοδεικτικές βολές και προσπάθεια έξωθεν παρέμβασης στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και κατ επέκταση των πολιτικών ισορροπιών επί του θέματος.
Όταν mainstream ελληνικά media “ανακαλύπτουν” ανύπαρκτους κυβερνητικούς κραδασμούς στα Σκόπια, αναδεικνύουν ισχυρή φιλορωσική τάση στην ελληνική κοινωνία και ισχυρό αντιαμερικανισμό και ευρωσκεπτικισμό, ενώ ταυτόχρονα “καίνε” συνειδητά σενάρια, λύσεις και φράζουν οδούς πολιτικής συνεννόησης, είναι προφανές ότι ενεργούν ως βραχίονες ξένων κέντρων και ενδεχομένως συμφερόντων.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση επιχειρεί να προλειάνει το έδαφος προσφέροντας στην κοινωνία χρόνο για να αποδεχθεί μια συμβιβαστική λύση, η οποία ωστόσο απαιτεί ευρεία πολιτική συναίνεση για να προωθηθεί, όπερ σημαίνει ότι θα απαιτηθεί πολιτική συνεννόηση, η οποία μπορεί να επιτευχθεί στη βάση της σύγκλησης του Συμβουλίου των Πολιτικών αρχηγών, υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ως τέτοια προσπάθεια ερμηνεύεται η αντιπαράθεσης του υπουργού Άμυνας Πάνου-Καμμένου και της πρώην υπουργού Εξωτερικών, Ντόρας Μπακογιάννη, οι οποίοι αν και ανταλλάσσουν βέλη, εν τούτοις καταδεικνύουν με τον πλέον ηχηρό τρόπο την ανάγκη πολιτικής συναίνεσης μέσω της σύγκλησης του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, υπό το πρόεδρο της Δημοκρατίας, ώστε να υπάρξει η απαραίτητη θεσμική κάλυψη που θα πλαισιώσει τη συναίνεση και θα στιγματίσει τους αντιδρώντες επιβάλλοντας όρους στο πολιτικό σκηνικό και δεσμεύοντας δυνάμεις.
Ωστόσο, ακόμα και σε μια -σχεδόν απίθανη περίπτωση- πολιτικής σύμπνοιας των κομμάτων του συνταγματικού τόξου, η προώθηση μιας τέτοιας πολιτικής ενέχει ιδιαίτερα υψηλό πολιτικό ρίσκο, δεδομένου ότι η λαϊκίστικη εκμετάλλευσης του ζητήματος αποτελεί δέλεαρ για την αποκομιδή πολιτικού οφέλους.
Η επικίνδυνη ιστορία
Διαχρονικά το “Μακεδονικό” ανάχθηκε από θέμα περιφερειακής πολιτικο-διπλωματικής συνεννόησης, σε μείζονος σημασίας εθνικό ζήτημα. Η κατάρρευση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1992-93, με “Δούρειο Ίππο” τον Αντώνη Σαμαρά, υπό τη σκιά διαδηλώσεων, το veto Καραμανλή στην επίλυση και ένταξης της πΓΔΜ στο NATO το 2008 και οι ηπιότερες, αλλά υψηλών τόνων, αντιπαραθέσεις που έχουν παραδοσιακά πυροδοτήσει οι πρωτοβουλίες επίλυσής του, αποτελούν την πολιτική παρακαταθήκη του θέματος για την Ελλάδα.
Το σκηνικό όμως σήμερα είναι ακόμη πιο σύνθετο, καθώς η διαμάχη NATO-Ρωσίας βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, ενώ το 1992 η Ρωσία χειμαζόταν από την κρίση της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και ο διεθνής ρόλος της ήταν ανύπαρκτος. Η -πολλές φορές επιδοτούμενη- άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, που ενισχύει τις φυγόκεντρες τάσεις από την ΕΕ, σε συνδυασμό με την -μέχρι προσφάτως- απούσα Ευρωπαϊκή Ένωση, τη μακρόχρονη οικονομική καχεξία στα Βαλκάνια και την 10ετή οικονομική κρίση στην Ελλάδα, έπληξαν καίρια την κοινωνική συνοχή τόσο σε επίπεδο χωρών όσο και σε ευρύτερη βάση.
Η νέα δυναμική που απέκτησαν οι επιχειρήσεις παραπληροφόρησης-προπαγάνδας μέσω των fake news και των social media, αποτελούν πλέον τον εύκολο τρόπο ανάφλεξης. Οι συγκρούσεις πολιτικών-media, στην Ελλάδα και διεθνώς και η δυνατότητα στοχευμένης υπερπροβολής ψευδών ειδήσεων μπορεί να οδηγήσουν σε ιδιαίτερα επικίνδυνες καταστάσεις, απειλώντας την πολιτική σταθερότητα και δυναμιτίζοντας την χειμαζόμενη κοινωνία.
Οι παραμονή στο πολιτικό σκηνικό σε περίοπτες θέσεις και με ισχυρή πολιτική και κοινωνική επιρροή παραγόντων που ανέκοψαν και υπέσκαψαν τη δυναμική επίτευξης λύσης σε προηγούμενες φάσεις, αποτελεί εστία έντονης ανησυχίας. Η συγκέντρωση, αυτών στα δεξιά του πολιτικού συστήματος, σε μια περίοδο ευρείας ανασύνθεσης δυνάμεων, εντείνει τον προβληματισμό. Το σκηνικό περιπλέκεται έτι περαιτέρω από τις ισχυρές προσβάσεις των προσώπων αυτών σε παράγοντες που διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή και οι έως τώρα οπορτουνιστική-μικροπολιτική συμπεριφορά που έχουν επιδείξει, αποτελεί “πυρηνική” απειλή όχι μόνο για την επίλυση του ζητήματος αλλά για τη σταθερότητα του συνόλου του πολιτικού συστήματος.