Τις γκρίζες ζώνες, που έμειναν αδιευκρίνιστες στις επαφές των αντιπροσωπειών Ελλάδας και Τουρκίας εκμεταλλεύθηκε ο Ταγίπ Ερντογάν στη συνέντευξη που παραχώρησε στην τηλεόραση του Σκάι και τον Αλέξη Παπαχελά, η οποία μεταδόθηκε μερικές ώρες πριν την επίσκεψή του στην Αθήνα, που θα είναι η πρώτη Τούρκου προέδρου μετά από 65 χρόνια.
Επιμένοντας στη μαξιμαλιστική εξωτερική πολιτική, προβάλλοντας το σκληρό εθνικιστικό του προφίλ και θέλοντας να ανοίξει τις διαπραγματεύσεις από τη δυνατόν καλύτερη θέση ο Τούρκος πρόεδρος έθεσε ανοιχτά θέμα “επικαιροποίησης” της Συνθήκς της Λωζάνης, επανέφερε το θέμα των 8 κατηγορούμενων πραξικοπηματιών και άφησε να εννοηθεί πως στο παρελθόν οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας αν και προσέγγιζαν την Τουρκία εν τέλει υπαναχωρούσαν, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τα περιθώρια ελιγμών και να στείλει μηνύματα στο εσωτερικό της χώρας του.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Αλέξη Παπαχελά, επανέλαβε την πάγια και διαρκή θέση του για την ανάγκη “επικαιροποίησης” της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία καθορίζει τα σύνορα της Ελλάδας-Τουρκίας καθώς και της ευρύτερης περιοχής στα ανατολικά της.
Αν και από τα ελληνικά media η τοποθέτηση αυτή του Τούρκου προέδρου εκλαμβάνεται ως πρόκληση, διπλωματικά και πολιτικά αποτελεί επανάληψη γνωστής θέσης της Άγκυρας, η οποία ωστόσο δεν γίνεται αποδεκτή, ούτε ως ενδεχόμενο από την Αθήνα.
Ωστόσο η ανάδειξη του ζητήματος με εμπρηστική διάθεση και εθνικιστική χροιά, φαίνεται να εξυπηρετεί άλλη ατζέντα, η οποία σε αυτή τη φάση δεν είναι εύκολα διακριτή, επιτυγχάνει όμως την άνοδο της ακροδεξιάς και περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών, πολιτικών προσεγγίσεων και οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
«Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν περιβάλλει μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρη την περιοχή. Αυτή η Συνθήκη αφορά ολόκληρη την περιοχή και ακριβώς εξαιτίας αυτού, πιστεύω ότι συν τω χρόνω, όλες οι Συνθήκες χρειάζονται μια επικαιροποίηση. Και η Λωζάνη, με βάση τα πρόσφατα γεγονότα, χρειάζεται μια επικαιροποίηση. Αυτή η επικαιροποίηση δεν αφορά μόνο την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα»
ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο Ταγίπ Ερντογάν, προσθέτοντας:
«Θα μπορούσε να είναι αμοιβαία επωφελής, ωστόσο προφανώς υπάρχουν όλοι εκείνοι που δεν αντιλαμβάνονται για το τι ακριβώς πρόκειται. Εκείνοι που δεν έχουν αρκετή γνώση για το τι εμπεριέχει η Συνθήκη, αμέσως με κατηγορούν και προσπαθούν να βρουν νέες ερμηνείες πίσω από τις δηλώσεις μου, όμως δεν υπάρχει κάτι που κρύβεται πίσω από αυτές τις δηλώσεις. Η ασφάλεια και η φιλία μεταξύ των χωρών μας, μπορούν να κάνουν περισσότερα για να ενδυναμώσουμε τις σχέσεις μας και τη φιλία μας. Δεν θέλω να εισέλθω σε λεπτομέρειες. Η συζήτηση για τα νησιά και άλλα θέματα συνεχίζεται, και μόνο από μια εξέλιξη, τα πράγματα περιπλέκονται. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να υπερβούμε σε μια μεγάλη θάλασσα όπως το Αιγαίο. Τα ταξίδια των εμπορικών και των τουριστικών πλοίων θα πρέπει να γίνονται ανενόχλητα και θα πρέπει να υπερβούμε τις όποιες περιπλοκές. Γι’ αυτό το λόγο φέρνω το θέμα αυτό στην επικαιρότητα».
Συνεχίζοντας, ο Τούρκος πρόεδρος τόνισε:
«Όταν μιλάω για επικαιροποίηση, μπορούμε να συζητήσουμε τα πάντα, από το Α έως το Ω. Μπορεί η Ελλάδα να ενοχλείται με κάποια θέματα, με συγκεκριμένες προβλέψεις, αλλά μπορούμε να καθίσουμε κάτω και να συζητήσουμε. Και υπάρχουν αρκετές κρίσεις που θα μπορούσαν να είχαν διευθετηθεί, όλοι οι Υπουργοί Εξωτερικών είχαν συναντήσεις και τα συζητούν, αλλά συνεχώς χρησιμοποιούνται διαφορετικές ιδέες σε διαφορετικές προτάσεις. Ο ένας Υπουργός Εξωτερικών χρησιμοποιεί διαφορετικές προτάσεις και ο άλλος πράττει διαφορετικά και όλα τα προβλήματα συνεχίζουν σε διαφορετικές θεματικές. Για να ξεπεράσουμε την κρίση θα πρέπει να έρθουμε κοντά και να συζητήσουμε ακόμη μια φορά. Κι αυτό θεωρώ πως θα είναι πολύ σημαντικό για το μέλλον των χωρών μας, μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας μέσα από το διάλογο. Χωρίς να μιλάμε, χωρίς να ερχόμαστε κοντά, οι διαφωνίες δεν μπορούν να λυθούν. Οπότε, πιστεύω πως χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς δισταγμούς, μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά».
Ο Τούρκος πρόεδρος έθεσε επί τάπητος το μείζον θέμα του Τουρισμού, όπου σημειώθηκε εμπλοκή το καλοκαίρι, καθώς λόγω εντάσεων και τιμών υπήρξε “υφαρπαγή” τουριστών με αποτέλεσμα να ληφθούν μέτρα από το υπουργείο Εξωτερικών και τις λιμενικές αρχές.
«Ένας πολύ σημαντικός αριθμός τουριστών ταξιδεύουν από την Τουρκία στην Ελλάδα και αντίστοιχα, εμείς υποδεχόμαστε ένα μεγάλο αριθμό τουριστών, παρά τα εμπόδια που εμφανίζονται κατά καιρούς, διότι υπάρχει διάλογος μεταξύ των κρατών μας κι έχουμε χτίσει σημαντικές «γέφυρες» συνομιλίας. Αυτό συμβαίνει εδώ και αρκετό καιρό μέσα στο χρόνο. Τα νησιά είναι δημοφιλείς προορισμοί για τους Τούρκους τουρίστες και για να μπορέσουμε να ενδυναμώσουμε περαιτέρω τις σχέσεις μας θα πρέπει να κάνουμε αποφασιστικά βήματα μπροστά. Είτε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είτε με τον εκλεκτό Πρωθυπουργό, συζητάμε για αυτά τα προβλήματα που θα μπορούσαν να λυθούν»
συμπλήρωσε.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, επέμεινε επίσης και στο θέμα των 8 Τούρκων που κατηγορούνται για συμμετοχή στο πραξικόπημα και παραμένουν στην Ελλάδα με αποφάσεις του Αρείου Πάγου, επαναφέροντας το θέμα της μεταξύ τους, υπόσχεσης του Έλληνα πρωθυπουργού για άμεση απέλασή τους, δέσμευση που εκ των πραγμάτων δεν τηρήθηκε.
Οι «οκτώ»
«Όταν οι Τούρκοι πραξικοπηματίες, ήρθαν στην Ελλάδα και αναζήτησαν καταφύγιο, κάλεσα αμέσως τον Πρωθυπουργό κ. Τσίπρα. Του είπα, «Αγαπητέ μου φίλε, αυτή είναι η κατάσταση. Δραπέτευσαν από την Τουρκία και προσγειώθηκαν στην Ελλάδα. Αυτά τα άτομα οργάνωσαν πραξικόπημα, ή επιχείρησαν να οργανώσουν πραξικόπημα και θέλω την έκδοσή τους στην Τουρκία». Αυτή ήταν την πρώτη νύχτα του αποτυχημένου πραξικοπήματος. Και μου είπε ότι θα δρομολογήσει την κατάσταση, και ότι σε 15 με 20 ημέρες θα εκδίδονταν στην Τουρκία. Αυτό είπε. Αλλά δυστυχώς, αυτή τη στιγμή, βρίσκονται ακόμη στην Ελλάδα».
Η ελληνική πλευρά γνωρίζοντας ότι το θέμα αυτό θα τεθεί σε πρώτη ευκαιρία από τον ΤΟύρκο πρόεδρο, προσπάθησε να βγει μπροστά από τις εξελίξεις, με τον Αλέξη Τσίπρα να δηλώνει -εγκαίρως- ότι η Ελλάδα δεν κάνει δεκτούς πραξικοπηματίες, δήλωση, που υπό τις περιστάσεις ήταν αρκετή για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, καθώς κινείται -και αυτή- στις γκρίζες γραμμές, καθώς οι 8 είναι κατηγορούμενοι, όχι καταδικασμένοι, ενώ λόγω του πογκρόμ στη Δικαιοσύνη η Τουρκία δεν θεωρείται ασφαλής χώρα, κατά τον Άρειο Πάγο. Συνεπώς, υπ αυτό το πρίσμα, η τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα απαντά στις αιτιάσεις του Ταγίπ Ερντογάν, χωρίς ωστόσο να λύνει το πρόβλημα στις διμερείς σχέσεις που ανακύπτει εξ αυτής της αφορμής.
Από την πλευρά του ο Ταγίπ Ερντογάν επίσης γνωρίζει την ευρωπαϊκή πολιτική επ αυτού του ζητήματος και συνεπώς έχει συναίσθηση των περιορισμών, πιέζοντας με δηλώσεις όμως, επιτυγχάνει να στηρίξει το σκληρό και εθνικιστικό του προφίλ στο εσωτερικό, ενώ θέτοντας το θέμα ως διαπραγματευτικό χαρτί προσδοκά σε αντισταθμιστικά οφέλη.
Ακόμη, υποστήριξε ότι σε ανάλογη περίπτωση, η Αγκυρα θα εξέδιδε αυτά τα άτομα στην Ελλάδα:
«Πρέπει να παρακολουθήσουμε αυτές τις εξελίξεις αρκετά διεξοδικά. Αν ένα τέτοιο γεγονός είχε διαπραχθεί εναντίον της Ελλάδας, εμείς θα ήμασταν πολύ προσεκτικοί, την στιγμή που θα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεχτικοί. Θα είχαμε αμέσως θέσει υπό κράτηση αυτά τα άτομα και θα τα εκδίδαμε στην Ελλάδα. Απόπειρα πραξικοπήματος. Τί είναι η απόπειρα πραξικοπήματος; Πώς το τόλμησαν; Η λέξη πόλεμος δε θα έπρεπε ποτέ να ακουστεί, δε θα έπρεπε ποτέ να ειπωθεί. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφύγουμε, γιατί όταν μιλάμε για πόλεμο, ποιος θα είναι ο πρώτος που θα επηρεαστεί; Ο λαός. Ο τουρκικός λαός, ο ελληνικός λαός. Θα θορυβηθούν και θα αρχίσουν να ρωτάνε, αν υπάρχει ακόμη αυτός ο κίνδυνος. Όχι, ποτέ. Ας το διαγράψουμε από την ατζέντα μας. Θα πρέπει να οικοδομήσουμε τις σχέσεις μας πάνω στην ειρήνη, και ολόκληρος ο κόσμος θα πρέπει να οικοδομηθεί πάνω στην ειρήνη. Αυτό είναι κάτι πάνω στο οποίο θα πρέπει να δουλέψουμε. Δε νομίζετε;»
διερωτήθηκε, ενώ έκανε λόγο για δυσαρέσκεια απέναντι στη στάση της Αθήνας:
«Αυτή τη στιγμή προφανώς και είμαστε δυσαρεστημένοι και την ίδια στιγμή διαταράσσεται ο σεβασμός μας για την ελληνική Δικαιοσύνη. Αρα συμπεραίνω πως μέχρι εκεί λειτουργεί το δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα. Πέραν αυτού, οι στρατιωτικές σχέσεις, οι εμπορικές σχέσεις και οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δυο κρατών θα συνεχίσουν να ενδυναμώνουν με πολύ αποφασιστικό και θετικό τρόπο».