Διαρκείς και αυξανόμενες είναι οι επιθετικές έως και απαξιωτικές αναφορές στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ από διπλωμάτες και media χωρών που μέχρι πρότινος τηρούσαν ουδέτερη ή ακόμα και θετική στάση απέναντι στο νέο πρόεδρο των ΗΠΑ. Η ένταση και η ρητορική της αντιπαράθεσης με τη Βόρεια Κορέα, η αλλαγή γραμμής πλεύσης απέναντι στη Ρωσία και το NATO και η υιοθέτηση της προϋπάρχουσας πολιτικής γραμμής σε μια σειρά από ανοιχτά και μείζονα ζητήματα αποτελούν τις αιτίες αλλαγής στάσης.
Αν και ο Ντόναλντ Τραμπ πριν ακόμη από την εκλογή του είχε δημιουργήσει αντιπάθειες και πολέμιους εντός και εκτός των ΗΠΑ, η εμπρηστική, αποσταθεροποιητική πολιτική του, σε συνδυασμό με την επίδειξη αδιαφορίας για τους συμβολισμούς και τη σημειολογία έχουν περιορίσει και τους ήδη ελάχιστους φίλους και υποστηρικτές του.
Ο “νέος Ντόναλντ Τραμπ” που προέκυψε από δυο ανασχηματισμούς του Λευκού Οίκου και του στενού του κύκλου είναι ακόμη λιγότερο δημοφιλής από τον αρχικό του χαρακτήρα, καθώς ευθυγραμμιζόμενος με τις πολιτικές που προϋπήρχαν σε πολλά ζητήματα, έχασε το λαϊκό και ακραίο του κοινό. Παράλληλα, εμμένοντας σε πολιτικές έντασης με τη Βόρεια Κορέα, αποδόμησης του Obama Care, στο αντιμεταναστευτικό διάταγμα, αντιτιθέμενος στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και τροφοδοτώντας τις ευρωσκεπτικιστικές κυβερνήσεις στην ΕΕ δεν μπορεί να ρίξει νέες γέφυρες.
Πολιτικά η αδυναμία ουσιαστικής προώθησης και επιβολής της ατζέντας του στο εσωτερικό, η έρευνα για τις σχέσεις με τη Ρωσία και η αποψίλωση του Λευκού Οίκου και του στενού του κύκλου του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν οδηγήσει σε απομόνωση τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος πλαισιώνεται από ανθρώπους όχι της πρώτης του επιλογής, αλλά τους ενδεδειγμένους. Στην πολιτική απομόνωση συμβάλλει και η διαρκώς εντεινόμενη κόντρα με τα media, οι αλληλοκατηγορίες για fake news και η μάχη επιβολής με τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω από την “υφαρπαγή” της αρμοδιότητας άρσης και επιβολής διεθνών κυρώσεων και άλλων κορυφαίων πράξεων πολιτικής από τη Γερουσία, την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων στη Ρωσία, την προσπάθεια αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής με την στήριξη της εμμονής της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ κατά του Ιράν, που προκάλεσε την κρίση του Κατάρ και έχει επαναφέρει στο επίκεντρο τη συμφωνία για τα πυρηνικά με την Τεχεράνη. Η συνεχιζόμενη ανάπτυξη του NATO στη Βαλτική, η επέλαση της Ρωσίας στη Συρία, η ασάφεια γύρω από το Κουρδικό και η αδυναμία προσέγγισης των Βαλκανίων, συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας μάλλον ζοφερής εικόνας για τον Ντόναλντ Τραμπ, η ανατροπή της οποίας απαιτεί ουσιαστική πολιτική στροφή και επαναβεβαίωση στρατηγικών συμμαχιών.
Οι ΗΠΑ, σε αυτή τη φάση, πάσχουν από έλλειψη οράματος στην εξωτερική πολιτική, γεγονός που υποβαθμίζει τη μεγαλύτερη στρατιωτική και οικονομική δύναμη σε σύμμαχο ευκαιρίας, που με τη σειρά του συνεπάγεται ad hoc πολιτικές και στρατηγικές συμμαχίες, αναγκάζοντας παραδοσιακούς συμμάχους να καταφύγουν σε νέες ομάδες και οδηγώντας άλλους στην αναζήτηση νέου πάτρονα. Η συγκυρία όμως αυτή αποδυναμώνει τη μελλοντική παρεμβατική ικανότητα των ΗΠΑ και τη δυνατότητά τους να δεσμεύσουν χώρες στο όραμά τους και στο γεωπολιτικό τους αφήγημα.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό και παρά την ουσιαστική γεωπολιτική και στρατηγική αυτονομία του NATO η ρωσική απειλή δεν είναι αντιμετωπίσιμη από την Ουάσιγκτον, ενώ οι σύμμαχοί της στη Βαλτική θα νιώθουν μια διαρκώς εντεινόμενη απειλή, απέναντι στην οποία η συμμαχία θα αδυνατεί να τοποθετηθεί καθώς αυτή θα εκδηλώνεται πολιτικά και οικονομικά, τομείς στους οποίους παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η ΕΕ, η Γερμανία και η Γαλλία θα διαμορφώνουν αυτόνομη πολιτική.
Αυτό είναι ήδη προφανές από την αντιμετώπιση που έτυχαν οι νέες κυρώσεις που επέβαλε η αμερικανική Γερουσία στη Ρωσία, στις οποίες Βρυξέλλες και Βερολίνο αντέδρασαν σφόδρα, απειλώντας μάλιστα με αντίμετρα σε περίπτωση που κινδυνεύσει η ενεργειακή αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντ’ αυτού η Γερμανία και η ΕΕ βρίσκονται σε διαδικασία οικονομικής και εμπορικής επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία, με όρους που τίθενται σε διμερές επίπεδο και εν τη απουσία των ΗΠΑ από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αν σε αυτά προστεθεί και η επιτάχυνση της διαδικασίας δημιουργίας Ευρωστρατού, οι αντιδράσεις της Γερμανίας στα σχέδια ανάπτυξης του NATO και την έλλειψη ενιαίας στρατηγικής ΗΠΑ, NATO και ΕΕ σε μείζονα ζητήματα είναι πλέον εύκολα αντιληπτό ότι η ισχύς των ΗΠΑ έχει ανασχεθεί σε μεγάλο βαθμό.
Ο de facto περιορισμός της επιρροής των ΗΠΑ, ο πολιτικός διαχωρισμός NATO-Ουάσιγκτον, το χάσμα με την Ευρώπη, η αντιπαλότητα με τη Ρωσία και η υποβόσκουσα πολιτική ανατροπής του εμπορικού status quo υποσκάπτουν το ρόλο των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή, στιγματίζοντας την παγκόσμια υπερδύναμη ως παράγοντα αστάθειας, λόγω της εσωτερικής πολιτικής ανισορροπίας και της αδυναμίας εκπόνησης ή υλοποίησης μιας σαφούς, πλήρους και δομημένης εξωτερικής πολιτικής.