Στη στρατηγική δεν υπάρχει συμφωνία για τίποτα αν δεν υπάρξει συμφωνία για όλα επιστρέφει η κυβέρνηση, σύμφωνα με όσα δήλωσε στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και από τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου για τη διαδικασία διαπραγμάτευσης ακόμα και του πλεονάσματος.
Το ενδεχόμενο αυτό προσπαθεί να αποφύγει η Κομισιόν με τον Πιερ Μοσκοβισί να επισημαίνει, κατά την παρουσίαση των εαρινών προβλέψεων, τα προβλήματα που έχει προκαλέσει η καθυστέρηση της αξιολόγησης.
Διαβάστε επίσης: Η συμφωνία για το χρέος και η φάκα
Από την άλλη πλευρά το Βερολίνο και ο ESM ακολουθούν παρελκυστική τακτική προσπαθώντας να μεταφέρουν τη συζήτηση σε υποζητήματα εκτός πλαισίου οδηγώντας σε καθυστερήσεις που σφίγγουν τη θηλιά και δημιουργούν προβλήματα και πολιτικό κόστος, ώστε να τη δική τους έκδοση της συμφωνίας στο τέλος ως συμβιβαστική λύση για την άρση του αδιεξόδου.
Διαβάστε επίσης: Εξοδο της Ελλάδας στις αγορές το 2017 βλέπει η WSJ
Όπως έχει όμως φανεί η πρόθεση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι η δημιουργία ενός νέου προγράμματος μείωσης του χρέους υπό τον ESM με παράλληλες δράσεις από την Αθήνα και τους πιστωτές μόνο σε αυτό το πεδίο. Αυτό πρακτικά συνεπάγεται συνέχιση της εποπτείας και πίεση για αποκρατικοποιήσεις έτσι ώστε να έρθει η ελάφρυνση του χρέους.
Η επιμονή στο αρχικό σχέδιο
Η δήλωση αυτή του Ευκλείδη Τσακαλώτου αποτελεί σαφές μήνυμα ότι δεν θα δεχθεί τεμαχισμό της αξιολόγησης και εξαίρεση του χρέους από το πακέτο της συμφωνίας ακόμα κι αν αυτό σημαίνει παράταση των διαπραγματεύσεων και τον Ιούνιο. Ωστόσο ο υπουργός Οικονομικών ξεκαθάρισε ότι η Αθήνα δεν υπαναχωρεί από τις δεσμεύσεις της, κίνηση-διόρθωσης της διαπραγματευτικής γραμμής που επιχείρησε να χαράξει ο Αλέξης Τσίπρας.
Τεχνικά αυτό ερμηνεύεται από τα διαφορετικά ακροατήρια, καθώς στόχος του Ευκλείδη Τσακαλώτου είναι να παίξει ένα δημόσιο blame game με τον ESM ώστε να κερδίσει το τεχνικό, πολιτικό και ηθικό πλεονέκτημα, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας απευθύνονταν στους ηγέτες θέλοντας να καταστήσει σαφές ότι οι πιέσεις είναι τεράστιες στο εσωτερικό σκηνικό.
Η διάσταση απόψεων, επί της διαπραγματευτικής γραμμής, έχει και πολιτικά μηνύματα καθώς είναι προφανές ότι η παράταση των διαπραγματεύσεων έχει πολιτικό κόστος το οποίο όσο περνάει ο καιρός και δεν υπάρχει και η συμφωνία για το χρέος είναι πιο δύσκολα διαχειρίσιμο.
Κοινό μέτωπο Ελλάδας-ΔΝΤ
Η στρατηγική που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση για την ώρα στόχο έχει τη διατήρηση της συνοχής των αντικειμένων της διαπραγμάτευσης, πολιτική στην οποία συμφωνεί και το ΔΝΤ το οποίο συνδέει επιτακτικά τη συμμετοχή του με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και όχι με συμφωνία της διαδικασίας.
Αν και οι δηλώσεις είναι πολλές και οι διατυπώσεις περίτεχνες, το τοπίο έχει ξεκαθαρίσει αρκετά μετά την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας και την εκκίνηση των νομοπαρασκευαστικών διαδικασιών στην Αθήνα.
Η συμφωνία απομείωσης του ελληνικού χρέους θα απασχολήσει και το Ουάσιγκτον Group που θα συνεδριάζει στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου δεν αναμένονται αποφάσεις, αλλά κατευθύνσεις για το περιεχόμενο της ρύθμισης.
Ενδιαφέρον έχει η μη-διάψευση από το ΔΝΤ και τον ESM της τοποθέτησης του Σλοβάκου υπουργού Οικονομικών που εξέφρασε τη βεβαιότητα για συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, σκιαγραφώντας και το πλαίσιο της συμφωνίας.
Η διελκυστίνδα Γερμανίας – ΔΝΤ για το χρέος αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα. Το ΔΝΤ ζητεί από τώρα την εξειδίκευσή τους και την εφαρμογή τους από το 2018, ενώ το Βερολίνο αντιστέκεται και ζητεί την εξειδίκευση των μέτρων το 2018, καθότι φοβάται πολιτικό κόστος εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Στο πλαίσιο αυτό αναζητείται μια -εξαιρετικά δύσκολη- μέση λύση, η οποία θα ικανοποιεί το Ταμείο ώστε να ενταχθεί στο πρόγραμμα, αλλά και να μη φανεί πως υποχωρεί η Γερμανία.
Τέλος, ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα έχει και η τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου, ο οποίος υποστήριξε ότι η κυβέρνηση δεν έχει συμφωνήσει με τους θεσμούς για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% από το 2019 έως και το 2022.
«Ευελπιστούμε ότι η δυναμική της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης θα οδηγήσει σε μια συμφωνία και σε αυτό το ζήτημα, είτε -ιδανικά- στο ερχόμενο Eurogroup, είτε λίγες μέρες μετά αν παραστεί ανάγκη περαιτέρω διαβούλευσης»