Σαφή εκτροχιασμό της οικονομίας διαπιστώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους σε έκθεσή του που δημοσιεύει λίγο μετά την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του κράτους αναγνωρίζει σειρά γεγονότων, δεικτών και ενδείξεων από τα οποία συνάγει την αδυναμία επίτευξης των αναπτυξιακών στόχων του έτους και κατά συνέπεια των επακόλουθων ποιοτικών. Η δημοσίευση της έκθεσης αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Staff Level Agrement αλλά πριν από το Eurogroup της 22ας Μαΐου έχει ιδιαίτερη σημειολογική βαρύτητα, απρόβλεπτη όμως πολιτική εξέλιξη, καθώς είναι άγνωστο αν, από ποιούς και σε ποιό πλαίσιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο Eurogroup που θα κληθεί να εγκρίνει:
- Τη συμφωνία σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων
- Τη συμφωνία επί των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα
- Τα μεσοπρόθσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος
- Την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν όμως οι παρατηρήσεις για τις τράπεζες όπου διαπιστώνει:
- αύξηση των κόκκινων δανείων κατά 2 δισ. στο πρώτο τρίμηνο του έτους,
- σημειώνοντας αντιστροφή της τάσης μείωσης, καθώς και
- παράλληλα μείωση των καταθέσεων στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2001.
Οι σημειώσεις αυτές εξηγούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την εξαίρεση ελληνικών τραπεζών από προπαρασκευαστικά stress tests της EBA, την έλευση της επικεφαλής του SSM στην Αθήνα και το άνοιγμα του φακέλου “κόκκινα δάνεια” από το ΔΝΤ στην τελευταία φάση των διαπραγματεύσεων.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην έκθεση η εικόνα της οικονομίας είναι “απογοητευτική”, την οποία αποδίδει μεταξύ άλλων σε:
εσφαλμένους χειρισμούς (π.χ. κατάργηση του νόμου για τη «μικρή ΔΕΗ») και
τις καθυστερήσεις στην κοινωνική πολιτική, την ανάπτυξη – ιδιωτικοποιήσεις και τη φορολογία που,
όπως σχολιάζεται στην τριμηνιαία έκθεση, προκάλεσαν αβεβαιότητες.
Οι μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει ανεξάρτητα από τη διαπραγμάτευση, επισημαίνεται και αναφέρεται ως παράδειγμα ότι η διαπραγμάτευση δεν εμπόδιζε την κυβέρνηση να λύσει νωρίς το ζήτημα των «κόκκινων δανείων» που θα εξομάλυνε την κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα, ή να διευρύνει τη φορολογική βάση μειώνοντας το αφορολόγητο όριο, ή να επιταχύνει μερικές συμβολικά σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις.
«Θετικό πρώτο βήμα» για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την μελλοντική έξοδο της χώρας στις αγορές χαρακτηρίζει την επίτευξη προκαταρκτικής συμφωνίας με τους θεσμούς.
Η οικονομία δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη
Σύμφωνα πάντα με την Έκθεση, τo πρώτο τρίμηνο του 2017 η οικονομία της χώρας δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα. Σύμφωνα με όσες προβλέψεις αποτολμούνται σήμερα, «φαίνεται πλέον απίθανη η ανάπτυξη 2,7%» τονίζει και προσθέτει ότι δεν εκπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις του Προϋπολογισμού για έναν υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης.
Η κατάσταση παραμένει ασταθής και
«απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση». Ως προειδοποίηση γι’ αυτό το ενδεχόμενο το Γραφείο αναφέρει τη «στασιμότητα που καταγράφθηκε το 2016 (0,0% σε πραγματικούς όρους) και ιδιαίτερα η πτώση του ΑΕΠ κατά 1,1% (ΕΛΣΤΑΤ) το τέταρτο τρίμηνο του 2016 (ετήσια βάση, έτος αναφοράς 2010 με εποχική και ημερολογιακή διόρθωση), κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (-13,8%)»
καθώς και την αρνητική τάση που δημιουργήθηκε το τελευταίο τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς μεταφέρθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (carry-over effect).
Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράζεται για το γεγονός ότι «από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η ελληνική οικονομία εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί. Το πρώτο τρίμηνο του 2017 (και το αμέσως προηγούμενο), συμπτώματα οικονομικής αναιμίας εμφανίζονται τόσο στη σφαίρα της παραγωγής, όσο και στη σφαίρα της ρευστότητας» σημειώνει.
Κίνδυνος αμφισβήτησης προβλέψεων
Στην Έκθεσή του το Γραφείο προειδοποιεί ότι αν η επιβράδυνση επιβεβαιωθεί, θα αμφισβητηθούν και οι προβλέψεις του προϋ πολογισμού για φορολογικά έσοδα και πρωτογενή πλεονάσματα.
Γίνεται επίσης λόγος για κίνδυνο παγίδευσης σε στασιμότητα διαρκείας, εφόσον δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο.
Η οικονομία βρίσκεται συνεπώς σε ασταθή ισορροπία.
«Πιο συγκεκριμένα, την τελευταία τριετία διαπιστώνουμε οριακή θετική μεταβολή του ΑΕΠ τον πρώτο ενάμιση χρόνο και οριακή αρνητική μεταβολή τον δεύτερο γύρω από το μηδέν και με μεγαλύτερη μεταβλητότητα. Ενδεικτικό για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές είναι ότι το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τι προβλέψεις του για ανάπτυξη. Ας σημειωθεί ότι σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου και αν δεν εφαρμοσθούν έγκαιρα μέτρα για την ενίσχυση της ανάπτυξης, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί κατά το ΔΝΤ, το 2022, σε 1%»
αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Αποτέλεσμα των μέχρι σήμερα εξελίξεων ήταν ότι παραμένει απαγορευτική η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, προειδοποιεί.
Παραμένει υψηλό το κόστος σε υποδομές και προμήθειες
Ανοιχτά παραμένουν τα διαρθρωτικά προβλήματα και από πλευράς δαπανών, όπως αναφέρεται.
«Στην πλευρά των δαπανών είναι κυρίως αφενός μεν η διαπλοκή και η διαφθορά που ακόμα προκαλούν υψηλό κόστος σε υποδομές και προμήθειες και αφετέρου η προβληματική κατανομή των κοινωνικών δαπανών»
υπογραμμίζεται.
Όπως αναφέρει η έκθεση δεν έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες συγκράτησης ή και μείωσης των κρατικών δαπανών κάτι που μένει να δείξει η επανεξέτασή τους που έχει ήδη δρομολογήσει το υπουργείο Οικονομικών με ευθύνη του κ. Χουλιαράκη. Η επανεξέταση πραγματοποιείται ως μέρος μιας σχετικής προσπάθειας στην Ε.Ε.