Τα βασικά χαρακτηριστικά αντιπρότασης που καταθέτει το ΔΝΤ μετά από διαβούλευση με την Αθήνα και συμφωνία των ΗΠΑ αποκάλυψε με δηλώσεις του σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού τομέα, Πολ Τόμσεν, αποδεχόμενος τα όρια που έχουν οι Ευρωπαίοι και εκμεταλλευόμενος τα περιθώρια στις φόρμουλες συμμετοχής που έχει στο οπλοστάσιό του το Ταμείο.
Σύμφωνα με τον Πολ Τόμσεν το ΔΝΤ είναι έτοιμο να συμμετάσχει σε ένα Stand-by Agreement, που πρακτικά σημαίνει τη δημιουργία μιας έκτακτης γραμμής ρευστότητας (SBA) που πρακτικά συνεπάγεται έναν πολύ πιο χαλαρό μηχανισμό η χρήση του οποίου δεν είναι υποχρεωτική αλλά καθορίζεται με βάση της χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί εμπροσθοβαρός και έχει διάρκεια αποπληρωμής από 3,5 έως 5 έτη.
Σύμφωνα με τον Πολ Τόμσεν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καλύπτεται από τη πρόοδο στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας και συνεπώς δεν ζητά πρόσθετα μέτρα, επιμένει ωστόσο σε πιο συγκεκριμένα μέτρα για το χρέος. Σε αυτό το επίπεδο οι λέξεις, οι φράσεις και οι έννοιες έχουν αυξημένο ειδικό βάρος και διαμορφώνουν το πλαίσιο της συμφωνίας.
Ο Πολ Τόμσεν δήλωσε, μεταξύ άλλων:
«Προκειμένου να προχωρήσουμε περαιτέρω, χρειάζεται ένα αξιόπιστο πακέτο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, ωστόσο, δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, διότι το ΔΝΤ θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη για «περισσότερο ρεαλιστικές υποθέσεις και μεγαλύτερη σαφήνεια».
Με τον τρόπο αυτό επιβεβαίωσε αντίστοιχη φράση του επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου απάντησε θετικά, λέγοντας ότι οι Ευρωπαίοι είναι διατεθειμένοι να γίνουν πολύ πιο συγκεκριμένοι στα μέτρα και την αποτελεσμάτικότητά τους, επιμένοντας ωστόσο ότι αυτά θα εφαρμοστούν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος το 2018 και υπό όρους.
Από την πλευρά του ο Πόουλ Τόμσεν τόνισε ότι το ΔΝΤ δέχεται τις βασικές υποθέσεις της συμφωνίας του Mαΐου του 2016 και ξεκαθάρισε πως τα μέτρα για το χρέος θα εφαρμοστούν μετά τη λήξη του προγράμματος, αλλά θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν πριν τη λήξη του.
Με τον τρόπο αυτό Ευρωπαίοι και ΔΝΤ φαίνεται ότι έχουν συμφωνήσει στην περίοδο εφαρμογής των μέτρων, στο πρωτογενές πλεόνασμα και τη διάρκειά του και στη διαδικασία εξειδίκευσης των μέτρων.
Ανοιχτό μένει ακόμα το ζήτημα της ποσοτικοποίησης των μέτρων, της ρήτρας εφαρμογής τους καθώς και ο ορισμός του οργάνου που θα λάβει την απόφαση ενεργοποίησής τους.