Τη νίκη του “ναι” στο Δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση ανακοίνωσε πριν από λίγα λεπτά ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με ποσοστό 51,31% έναντι 48,69% του “Όχι”, ενώ η αντιπολίτευση διαμαρτύρεται για προβλήματα νομιμότητας και την εκλογική διαδικασία να έχει βαφτεί με αίμα τριών ανθρώπων κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών έξω από εκλογικό κέντρο.
Όπως μεταδίδει το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu με καταμετρημένο το 98,2% των ψήφων το “Ναι” λαμβάνει 51,31% και το “Όχι” 48,69%. Η συμμετοχή ανέρχεται στο 84%.
Το Δημοψήφισμα αφορά την αλλαγή του Συντάγματος της Τουρκίας, με ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του προέδρου, αποδυνάμωση του ρόλου -ουσιαστικά και συνταγματικά του στρατού- σηματοδοτώντας αλλαγή εποχής από το κεμαλικό κράτος σε μια νέα μορφή Δημοκρατίας.
Απέναντι από τον Ερντογάν έχει ταχθεί σύσσωμη η Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και οι ΗΠΑ υποστηρίζοντας ότι η ενίσχυση των εξουσιών του προέδρου με τον τρόπο που αυτή επιτυγχάνεται οδηγεί σε Συνταγματική εκτροπή και εγκαθίδρυση “συνταγματικής χούντας”.
[infogram id=”turkey_2017_referendum” prefix=”LCD” format=”interactive” title=”Turkey 2017 Referendum”]
Ο Ταγίπ Ερντογάν εισάγει μια νέα δομή εξουσίας μετά από χρόνια ακραίας πόλωσης ΄της τουρκικής κοινωνίας και εκμετάλλευσης κάθε διαφοράς εθνικής, γλωσσικής, θρησκευτικής και πολιτικής με τους Κούρδους και άλλες μειονότητες και επενδύοντας πάνω στις βλέψεις των κατατρεγμένων να επικρατήσουν επί της άρχουσας τάξης αλλά και των γειτόνων τους.
Ο Τούρκος πρόεδρος αφού με αφορμή το πραξικόπημα αποψίλωσε ένοπλες δυνάμεις, σώματα ασφαλείας, Δημόσιο, εκπαίδευση και πόλωσε κοινωνία και πολιτικό κόσμο, επέβαλε ακόμα πιο σκληρό έλεγχο των media στη συνέχεια εξήγγειλε το Δημοψήφισμα βασιζόμενος πάνω στα πολιτικά κέρδη που του άφησε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Με μοχλό τη συσπείρωση των υποστηρικτών του και κρατώντας το αποτυχημένο πραξικόπημα ως απειλή πάνω από τους διαφωνούντες περιόρισε τα περιθώρια αντίδρασης της αντιπολίτευσης. Κυνηγώντας Εξαπολύοντας πογκρόμ κατά Κούρδων αλλά και Τούρκων αντιφρονούντων και παίζοντας κατ επανάληψη το εθνικιστικό χαρτί ο Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τη μάχη της πολιτικής ηγεμονίας στο εσωτερικό, ενώ την ίδια στιγμή εξελίσσονταν σε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες παγκοσμίως.
Πρόβλημα η πύρρειος νίκη
Ωστόσο η οριακή επικράτηση του “Ναι” σκιαγραφεί μια βαθιά διχασμένη τουρκική κοινωνία, δείχνει ότι παρά την ακραία ρητορική και τα κάθε είδους τεχνάσματα που μηχανεύτηκε ο Ταγίπ Ερντογάν έχει χάσει σημαντικό μέρος της στήριξής του στο εσωτερικό της χώρας και βρίσκεται πλέον με την πλάτη στον τοίχο.
Αν και σε πρώτη ανάγνωση η νίκκη είναι… νίκη, για τον Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί επισφράγιση της αποδυνάμωσής του στο εσωτερικό της χώρας, παρά το πογκρόμ κατά πάντων που έχει εξαπολύσει από το καλοκαίρι του 2016 και έπειτα, με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Η αποδυνάμωση όμως του Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι καλή είδηση για την Ελλάδα η οποία αποτελεί παραδοσιακά τον ευρωπαϊκό “σάκο του μποξ” για την Τουρκία και ιδιαίτερα σε φάσεις όπου παίζεται το εθνικιστικό χαρτί.
Η στόχευση και το παιχνίδι
Ο Ερντογάν εμμένοντας στην εγκαθίδρυση προεδρικού συστήματος έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του τον Ατατούρκ, εκτιμά ο Κανέρ Αβέρ από το Κέντρο Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ντούισμπουργκ-Έσσεν. Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, σύμφωνα με τον Αβέρ ο Ερντογάν θέλει να μείνει στην τουρκική ιστορία ως ο πιο σημαντικός πολιτικός άνδρας μετά τον Ατατούρκ.«Θέλει την απόλυτη εξουσία και για το λόγο αυτό χρειάζεται μια συνταγματική αλλαγή», λέει ο ειδικός σε θέματα Τουρκίας. Μια τέτοια σημαντική αλλαγή ενδέχεται να συμπέσει και με τον εορτασμό των 100 χρόνων Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923. Μια μοναδική συγκυρία για τον Ερντογάν, ο οποίος θα θελήσει να φανεί ως ο ισχυρός άνδρας που οδήγησε τη χώρα έξω από τη δίνη της εσωτερικής κρίσης. Προκειμένου να πετύχει όσο μεγαλύτερη υποστήριξη μπορεί, ο Ταγίπ Ερντογάν απευθύνεται εν έτει 2017 σε εκείνο το κομμάτι του πληθυσμού που υποτίμησε κάποτε ο Ατατούρκ. Για τον νυν τούρκο πρόεδρο, όπως άλλωστε και για τον προκάτοχό του, οι συμβολισμοί έχουν σημασία.
Από ιδεολογική σκοπιά, ο Ερντογάν εκπροσωπεί το εθνικιστικό, συντηρητικό και θρησκευτικό κατεστημένο. Εάν πετύχει τους σκοπούς του θα επαναφέρει αυτά τα στοιχεία στους κρατικούς θεσμούς, εκτιμά ο Αβέρ. Αν και ο ίδιος πιστεύει ότι η Τουρκία σήμερα δεν μπορεί να μετατραπεί σε ένα ισλαμικό κράτος, εντούτοις είναι πιθανό αυτά τα τρία στοιχεία να γίνουν πιο έντονα στη νομοθεσία, στο δημόσιο βίο, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια. Εν ολίγοις, το όραμα του Ερντογάν είναι μια νέα Τουρκία. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί ιδεολογικούς μηχανισμούς προκειμένου να πετύχει την συντηρητική αναμόρφωση της χώρας. Και για αυτόν ακριβώς το λόγο, υποστηρίζει ο Τούρκος ιστορικός, παρουσιάζει τον εαυτό του ως το αντίπαλο δέος στον Ατατούρκ.
Το AKP συγκεντρώνει επίσης τις απογοητεύσεις των Τούρκων προς τους οποίους η E.E. έκλεισε την πόρτα λίγους μήνες μετά το μισάνοιγμά της, το 2005. Με έναν νεοεθνικιστικό λόγο που τροφοδοτείται από τις αναμνήσεις του οθωμανικού μεγαλείου και υψώνοντας διαρκώς το λάβαρο του καταπιεσμένου από τη χριστιανική Δύση και τις σκοτεινές σιωνιστικές δυνάμεις μουσουλμάνου, συνεχίζει το έργο της επιβολής του Ισλάμ στον δημόσιο βίο και τον μετασχηματισμό των πολιτισμικών ορόσημων που κληρονόμησε από τον κεμαλικό μοντερνισμό, του οποίου οι πυλώνες είναι μία αμφίθυμη κοσμικότητα και η ιεροποίηση του κράτους υπό την προστασία του στρατού.