Θολό παραμένει ακόμη το τοπίο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, ενώ η αντίστροφη μέτρηση για την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων έχει ξεκινήσει. Όπως είχε εξ αρχής επισημάνει το Crisis Monitor η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup ήταν καλύτερη πολιτικά αλλά οι αβεβαιότητες αυξάνονται και αρκετά σημεία των ανακοινώσεων επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών.
Το μπαράζ συναντήσεων, επικοινωνιών και δηλώσεων που έχει πυροδοτηθεί μετά τη συμφωνία του Eurogroup έχει θολώσει τα νερά ενισχύοντας την αβεβαιότητα για την προοπτική ολοκλήρωσης της συμφωνίας και για το τελικό μείγμα μέτρων που θα απαιτηθεί.
Σε αυτή τη φάση τόσο η Άγκελα Μέρκελ όσο ο Αλέξης Τσίπρας και η Κριστίν Λαγκάρντ επιχειρούν προληπτική πολιτική διαχείριση μιας συμφωνία που ακόμα δεν έχει ξεκινήσει να αποτυπώνεται.
Στην πραγματικότητα η συμφωνία του Eurogroup αποτυπώνεται στις δηλώσεις του Γερούν Ντάισελμπλουμ ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει θέμα χρόνου, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος και επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ προδιέγραψε ότι όλα θα είναι εν τάξει μέχρι το καλοκαίρι του 2018 οπότε και η Ελλάδα θα μπορέσει να βγει στις αγορές.
Συνεπώς η συμφωνία στο Eurogroup για την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων ήταν ένα βήμα προς ένα μακρύ δρόμο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία –όσον αφορά το ΔΝΤ- δεν μπορεί να κλείσει πριν τον Απρίλιο αν και η Ελλάδα πιέζει για ταχύτερα αποτελέσματα ώστε να προλάβει να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Υπ αυτό το πρίσμα η αξιολόγηση μπορεί να «σπάσει» σε περισσότερα κομμάτια και να υλοποιηθεί σταδιακά και βήμα, βήμα, που πρακτικά σημαίνει παράταση του μαρτυρίου της σταγόντας μέχρι τα μέσα του 2018.
[graphiq id=”jmHBJwbp5qt” title=”Ελλάδα: Πληθωρισμός” width=”700″ height=”610″ url=”https://w.graphiq.com/w/jmHBJwbp5qt” ]
Αυτό σημαίνει ότι τελικά επικράτησε η θέση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ο οποίος χρησιμοποιούσε το ΔΝΤ ως μέσο πίεσης προς την Αθήνα για την επιβολή των σκληρών μεταρρυθμίσεων που είχε προσχεδιάσει και γνώριζε ότι απαιτούνται από τη στιγμή που έχει κλειδώσει τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει γενναία μείωση του χρέους.
Μετά και την απαθή αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος από το νέο υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, τελευταία ελπίδα της Αθήνας για μεγαλύτερη ελαστικότητα και ανάκτηση μέρους της πολιτικής κυριαρχίας είναι ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ο οποίος ωστόσο μετά τη συνάντηση του με την Άγκελα Μέρκελ δεν προέβει σε δηλώσεις, ούτε διαρροές, καταμαρτυρώντας ένα μάλλον βαρύ κλίμα.
Καθοριστική ωστόσο θα είναι η στάση των Πολ Τόμσεν και Ντέλιας Βελκουλέσκου οι οποίοι ελέγχουν τον διακόπτη του πολιτικού κόστους που θα ζητηθεί από την Αθήνα να πληρώσει, καθώς θα συνδιαμορφώσουν τις μεταρρυθμίσεις για το συνταξιοδοτικό και τα δημοσιονομικά.
Σε επίπεδο μέτρων κλειδί αναμένεται να αποδειχθεί η απελευθέρωση αγορών, όπως τα ΜΗΣΥΦΑ, τα φαρμακεία και άλλες.
Μπαλαντέρ μπορεί να εξελιχθεί η ανεξάρτητη έκθεση της ΕΚΤ για το δημόσιο χρέος, η οποία μπορεί να ξεκλειδώσει ταχύτερα την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης προσφέροντας ανάσα στις τράπεζες και πολιτικό χώρο την κυβέρνηση.
Μετά το Eurogroup
Αυτό που άλλαξε μετά το Eurogroup είναι ότι πλέον οι δηλώσεις που άπτονται της συμφωνίας δεν είναι συγκρουσιακές –αν και παραμένουν αντιφατικές-, αλλά παρουσιάζουν μια διαφορετική οπτική της πραγματικότητας, χωρίς ωστόσο απολυτότητες και ακόμη πιο προσεκτικές διατυπώσεις.
Από την πλευρά του ΔΝΤ η Κριστίν Λαγκάρντ επιχείρησε να σκιαγραφήσει τις νέες θέσεις του Ταμείου μετά τη συνάντηση με την Άγκελα Μέρκελ, στέλνοντας σαφές μήνυμα προσχώρησης στις θέσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, απορρίπτοντας τη θέση για κούρεμα του χρέους και αντικαθιστώντας τη με την προοδευτική ελάφρυνση συνδεδεμένη με τις μεταρρυθμίσεις.
Στη συνέχεια όμως ο εκπρόσωπος Τύπου του Ταμείου εξειδίκευσε τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ χρησιμοποιώντας πιο σκληρή τεχνική γλώσσα, αποδεικνύοντας πως η μεγάλη πολιτική αλλαγή έχει οριακό αντίκτυπο στη στάση του ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση:
«Προτού το ΔΝΤ είναι σε θέση να δεσμευτεί για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα, θα πρέπει να έχουμε μία συζήτηση τόσο για τις ακολουθούμενες πολιτικές όσο και για την ελάφρυνση χρέους και, πέρα από τη συζήτηση, θα πρέπει να έχουμε αξιόπιστες δεσμεύσεις, τις οποίες να μπορούμε να εμπιστευθούμε»
σημείωσε, έπειτα από σχετική ερώτηση.
Ο εκπρόσωπος Τύπου ξεκαθάρισε ότι το Ταμείο, προκειμένου να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, θα πρέπει αυτό να στηρίζεται σε δύο βάσεις:
– Πρώτον, στις γενναίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα διευκολύνουν την ανάπτυξη της οικονομίας και
– δεύτερον, στην ελάφρυνση του χρέους.
Όπως τόνισε, αυτή είναι η θέση του Ταμείου, η οποία δεν έχει αλλάξει και την οποία μετέφερε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ στην Γερμανίδα καγκελάριο, κατά την συνάντηση που είχαν την Τετάρτη.
Ο κ. Ράις ξεκαθάρισε ακόμη ότι αποτελεί προϋπόθεση της συμμετοχής του Ταμείου η εκ των προτέρων δέσμευση και εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, παρόλο που αυτά θα εφαρμοστούν αργότερα. Επανέλαβε, δε, ότι η συζήτηση για το χρέος θα μπορέσει να ξεκινήσει μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Την ίδια στιγμή στο θέμα του χρέους επανέρχεται ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Μορίς Ομπσφελντ, αναφερόμενος στο Ουκρανικό παράδειγμα όπου υπήρξε συμφωνία των πιστωτών για σημαντικό κούρεμα του χρέους και στέλνοντας μήνυμα –μέσω άρθρου- ότι στο ΔΝΤ υπάρχουν εσωτερικές διαιρέσεις και πως οι μέχρι στιγμής διαβεβαιώσεις της Γερμανίας δεν αρκούν για να καμφθούν.
Όπως τονίζεται στο άρθρο, το πρόβλημα μιας χώρας που θα βρεθεί με ένα μη βιώσιμο χρέος δεν μπορεί να λυθεί με υπεραισιόδοξες προβλέψεις σχετικά με την πορεία του ΑΕΠ ή των πρωτογενών πλεονασμάτων ούτε με υπερβολικό «σφίξιμο του ζωναριού»:
[graphiq id=”1aep6YkPrHD” title=”Ελλάδα: Δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ” width=”700″ height=”627″ url=”https://w.graphiq.com/w/1aep6YkPrHD” ]
«Οποιαδήποτε εκτίμηση σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, θα πρέπει να στηρίζεται σε ρεαλιστικές και όχι ηρωικές προβλέψεις»
σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Σε άλλο σημείο του άρθρου, αναφέρεται επίσης ότι το ΔΝΤ δεν μπορεί να συνδράμει οικονομικά σε μια χώρα με μη βιώσιμο χρέος εκτός και αν «το πρόγραμμα της συγκεκριμένης χώρας περιλαμβάνει μέτρα για τη διευθέτηση του χρέους».
Στη μοναδική συγκεκριμένη αναφορά, στην Ελλάδα αναφέρεται ότι οι δανειστές της Ελλάδας έχουν επιλέξει ένα πλέγμα μέτρων το οποίο θα εξασφαλίσει τη διευθέτηση του χρέους μέσα από τη μείωση των επιτοκίων και την επιμήκυνση στη διάρκεια αποπληρωμής των δανείων.
Η απάντηση της Γερμανίας στις επιφυλάξεις των οικονομολόγων του ΔΝΤ έρχεται μέσω ρεπορτάζ της Handelsblatt όπου αναφέρεται ότι η Γερμανίδα καγκελάριος θα δεχθεί ελάφρυνση του ελληνικού χρέους εφόσον η Αθήνα νομοθετήσει τα πρόσθετα μέτρα.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία επίσημη ανακοίνωση για το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων της Άγκελα Μέρκελ με την Κριστίν Λαγκάρντ στην καγκελαρία, στο επίκεντρο των οποίων βρέθηκε το ελληνικό ζήτημα, η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt επικαλείται πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανίδα καγκελάριος έδειξε στη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ ότι είναι έτοιμη να αποδεχθεί τις ζητούμενες από το Ταμείο ελαφρύνσεις στο ελληνικό χρέος.
Όπως σημειώνει το σχετικό ρεπορτάζ,
«ουσιαστικά οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης είχαν ήδη συμφωνήσει τον περασμένο Μάιο ότι μετά το τέλος του προγράμματος βοήθειας το καλοκαίρι του 2018 θα προβούν σε νέα ελάφρυνση (σ.σ. των όρων) των δανείων βοήθειας εφόσον είναι απαραίτητο». Αυτό θα εξακολουθήσει να ισχύει, υπογραμμίζει η εφημερίδα, για να προσθέσει ωστόσο ότι «η καγκελάριος φαίνεται πρόθυμη να εκπληρώσει μια επιθυμία του ΔΝΤ: Τα πιθανά μέτρα για το χρέος πρόκειται να συγκεκριμενοποιηθούν κιόλας σύντομα, ακόμη κι αν εφαρμοστούν μόλις το καλοκαίρι του 2018 και ως εκ τούτου μετά τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές».