Έντονες πιέσεις για την επανεφαρμογή της συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ δέχεται η ελληνική κυβέρνηση καθώς ο χρόνος για τις χώρες που έχουν λάβει εξαίρεση από τη Συνθήκη Σένγκεν εξαντλείται.
Η επαναλειτουργία του Δουβλίνο ΙΙ καθώς και η πρωτοβουλία της Frontex τη δημιουργία ειδικής Task Force για τη μετεγκατάσταση και επαναπροώθηση μεταναστών καθώς και η ενίσχυση της αστυνόμευσης στα σύνορα είναι κομβικής σημασίας στο πλαίσιο των εξασφαλίσεων που ζητούν οι χώρες που έχουν αναστείλει την εφαρμογή της Σένγκεν προκειμένου να αποκαταστήσουν τη λειτουργία ης ζώνης ελεύθερης μετακίνησης.
Διαβάστε επίσης: Ετσι ξεσκίζουν την Ευρώπη (σε γραφήματα)
Σύμφωνα με τη Frontex η ταχύτερη διεκπεραίωση των αιτημάτων μετεγκατάστασης των προσφύγων αλλά και η λειτουργία της διαδικασίας επαναπροώθησης μεταναστών μπορούν να συνεισφέρουν καθοριστικά στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των προσφύγων και να εξομαλύνουν την κοινωνική πίεση, ωστόσο οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ναρκοθετούν τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.
Το ζήτημα αυτό έχει αναδείξει σε μείζον η Κομισιόν καθώς οι εξαιρέσεις από τη Σένγκεν –μετά από τις παρατάσεις που δόθηκαν- λήγουν τον Μάρτιο και οποιαδήποτε συνέχιση του καθεστώτος αυτού θα παγίωνε μια κατάσταση αποσάθρωσης θεσμών και δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διαβάστε την έκθεση της Κομισιόν “Επιστροφή στη Σένγκεν“
Παράλληλα η επιβολή ελέγχων στα σύνορα, σύμφωνα με έγγραφο της Κομισιόν, κοστίζει ήδη αρκετά εκατομμύρια ευρώ στις επιχειρήσεις πλήττοντας καίρια τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα και δημιουργώντας αγορά δυο ταχυτήτων στα πλαίσια της ΕΕ.
Οι επιστροφές μεταναστών
Πανευρωπαϊκά η συμφωνία επαναπροώθησης μεταναστών αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα καθώς οι περισσότερες χώρες δεν αποδέχονται πρόσφυγες, καθυστερούν τις διαδικασίες ελέγχου και γενικά προσπαθούν να αποφύγουν το πρόβλημα.
Διαβάστε την έκθεση του CarnegieEurope για την αναστολή της Σένγκεν για τη σωτηρία της Ευρώπης
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί απειλεί να τινάξει στον αέρα τον οδικό χάρτη της Κομισιόν για την αποκατάσταση της λειτουργίας του Δουβλίνο ΙΙ και εν συνεχεία της Σένγκεν.
Όπως επισήμανε η η διευθύντρια της Υπηρεσίας Ασύλου Μαρία Σταυροπούλου, σε σημερινή εκδήλωση για το προσφυγικό, η αποδοχή των αιτημάτων για μετεγκατάσταση διαρκεί μέχρι έξι μήνες, ενώ «τα περισσότερα κράτη μέλη δεν έχουν προνοήσει για την δημιουργία επαρκών θέσεων υποδοχής και ζητούν να αναβληθεί η μεταφορά των αιτούντων».
Το 2016 η Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε 51.091 αιτήματα διεθνούς προστασίας. Επίσης, ως τις 27 Δεκεμβρίου 2016 έγιναν 21.431 αιτήσεις για μετεγκατάσταση, ενώ αντίστοιχα τα υπόλοιπα κράτη μέλη προσέφεραν 13.634 θέσεις. Η Ελλάδα έχει στείλει 13.345 αιτήματα προς τα άλλα κράτη μέλη και έχουν γίνει αποδεκτά τα 10.712, ενώ έχουν αναχωρήσει μέχρι τώρα περίπου 7.000 άτομα.
Την ίδια ώρα, η Εθνική Μονάδα Δουβλίνου έλαβε το 2016 4.415 αιτήματα επιστροφής στην Ελλάδα, κυρίως από την Ουγγαρία, εκ των οποίων το 97% βασίζεται στο κριτήριο της πρώτης χώρας εισόδου. Ωστόσο, μόλις τρία άτομα επιστράφηκαν στην Ελλάδα.
Τα παραπάνω στοιχεία παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με θέμα “Τι κάνουμε με το προσφυγικό;” που διοργανώθηκε στην ΕΣΗΕΑ.
Οι νάρκες του… Βίζεγκραντ
Η Ευρώπη σύρθηκε πίσω από τις νέες χώρες εμπλεκόμενη στην κλιμακούμενη ένταση με τη Ρωσία, αναγκάστηκε να δεχθεί ενίσχυση του NATO εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, ενώ όλες οι διαδικασίες πολιτικής και κοινωνικής σύγκλισης πάγωσαν ή ακόμα και αποδομήθηκαν.
Η Κομισιόν έδωσε το πράσινο φως σε πέντε από τις χώρες που έχουν επιβάλλει έκτακτους συνοριακούς ελέγχους να τους διατηρήσουν για τρεις μήνες ακόμη, οι οποίες είναι οι:
– Αυστρία
– Γερμανία
– Δανία
– Σουηδία
– Νορβηγία
Συμβατικά οι χώρες αυτές έπρεπε να επανέλθουν στη Σένγκεν στις 11 Νοεμβρίου, κάτι που προφανώς δεν συνέβη.
Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν εκεί, καθώς συνοριακοί έλεγχοι και περιορισμοί στις μετακινήσεις έχουν επιβληθεί σε αρκετά συνοριακά περάσματα, λειτουργώντας πλέον ανασταλτικά ακόμα και για το εμπόριο.
Η Κομισιόν αν και έχει ανάγει σε κορυφαία προτεραιότητα την επαναφορά της Συνθήκης Σένγκεν σε πλήρη εφαρμογή απέχει ακόμα πολύ από την πραγμάτωση αυτού του στόχου που αρχικά είχε καταληκτική ημερομηνία τον Ιανουάριο του 2017.
Μεταξύ άλλων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει μια ιδιαίτερα αναλυτική μελέτη του κόστους της αναστολής της συνθήκης Σένγκεν, ιδέα που έχει πέσει κατ επανάληψη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, κυρίως από τις χώρες του Βίζεγκραντ, ενώ το σενάριο προτάθηκε και από Ινστιτούτο CarnegieEurope.
Στην έκθεση με τίτλο: «Επιστροφή στη Σένγκεν: Η Κομισιόν προτείνει οδικό χάρτη για την αποκατάσταση ενός πλήρως λειτουργικού συστήματος Σένγκεν», η Επιτροπή επιχειρεί μια πρόχειρη αποτίμηση του κόστους για τις χώρες μέλη και το εμπόριο στα βασικά επίπεδα.
Σύμφωνα με την Κομισιόν:
– Χώρες μέλη όπως η Πολωνία, η Ολλανδία, ή η Γερμανία θα επιβαρυνθούν με επιπλόν κόστη της τάξης των 500 εκατ. ευρώ για τη μεταφορά-εμπόριο αγαθών
– Οι εταιρίες με έδρα την Ισπανία ή την Τσεχία θα αναγκάζονταν να πληρώσουν επιπλέον 200 εκατ. σε κόστη
– Στον τουρισμό εκτιμάται ότι θα χαθούν τουλάχιστον 13 εκατ. διανυκτερεύσεις, με συνολικό κόστος 1,2 δισ.
– Οι συνοριακοί έλεγχοι θα απαιτούσαν επιπλέον 1,7 εκατ. συνοριοφύλακες και κόστος 1,3 έως 5,2 δισ. Σε επίπεδο χαμένου χρόνου
– Επιπλέον διοικητικά κόστη από 600 εκατ. έως 5,8 δις. Θα καλούνταν να πληρώσουν οι κυβερνήσεις για την επαναφορά και τη διατήρηση των συνοριακών ελέγχων
Το οικονομικό κόστος είναι μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος αλλά σίγουρα όχι η μόνη, καθώς η Σένγκεν αποτελεί ορόσημο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και η αναστολή της θα στείλει μηνύματα αποσύνθεσης, έλλειψης αξιοπιστίας και πολιτικής αναποτελεσματικότητας τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και παγκοσμίως.