Σαφείς ενδείξεις αποκλιμάκωσης παρουσιάζει το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα καθώς αφενός η κυβέρνηση αναλαμβάνει νομοθετικές πρωτοβουλίες και προωθεί ρήξεις που απαιτούν χρόνο και κατανάλωση πολιτικού κεφαλαίου, που συνεπάγεται ότι δεν βλέπει εκλογές στο άμεσο μέλλον. Αφετέρου η διαδικασία επανασυγκρότησης του μεσαίου χώρου από το ΠΑΣΟΚ και τις δυνάμεις της κεντροαριστεράς με τη συμμετοχή του Γιώργου Παπανδρέου αποτελούν έναν ακόμα πόλο που εφόσον ισχυροποιηθεί θα μπορέσει να αποτελέσει εν δυνάμει συγκυβερνήτη του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο και με την αξιωματική αντιπολίτευση να αναζητά τα δικά της στηρίγματα και το διακριτό πολιτικό της στίγμα, το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών έχει απομακρυνθεί και δεν αποτελεί επιλογή για το προσεχές χρονικό διάστημα.
Ο ρόλος της κεντροαριστεράς
Η προοπτική αναδόμησης της κεντροαριστεράς στο πλαίσιο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης είναι πλέον μια διαδικασία που μπορεί να μπει σε ράγες, ιδιαίτερα μετά την επανεμφάνιση του Γιώργου Παπανδρέου στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Παρά τις εσωτερικές συγκρούσεις και έριδες που προκαλεί στο ΠΑΣΟΚ η απόφαση της Φώφης Γεννηματά να ανοίξει τις πόρτες για τον πρώην αρχηγό του κόμματος, σε αυτή τη φάση, είναι μια πολιτική κίνηση που θα της πιστωθεί ενισχύοντας το πολιτικό της κεφάλαιο στο επόμενο στάδιο των διαδικασιών διεύρυνσης του χώρου.
Με τον Γιώργο Παπανδρέου στο άρμα η Δημοκρατική Συμπαράταξη αποκτά ισχυρό διεθνές πρόσωπο και δυνατότητα δημιουργίας νέας πολιτικής πλατφόρμας και επανένωσης κομματιών που θεωρούνταν χαμένα.
Μαζί με τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ και ενδεχομένως και άλλες προσωπικότητες όπως ο Τατσόπουλος και ενδεχομένως ο Φλωρίδης η Δημοκρατική Συμπαράταξη θα μπορούσε να παίξει ρόλο ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων διασφαλίζοντας την πολιτική σταθερότητα και προσφέροντας διεξόδους τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση.
Η αξιολόγηση
Την ίδια στιγμή χαμηλές είναι και οι εντάσεις από το μέτωπο της αξιολόγησης, η οποία αν και καθυστερεί δεν επηρεάζει καταλυτικά τις εξελίξεις ούτε στο πολιτικό, ούτε στο οικονομικό μέτωπο σε αυτή τη φάση.
Μια ακόμη δικλείδα ασφαλείας είναι η πλεονάζουσα ρευστότητα, της τάξης των 2,5 δις., που συγκέντρωσε η ελληνική κυβέρνηση από την υπεραπόδοση επί των στόχων για τα έσοδα και τη συγκράτηση των δαπανών, καθώς εξασφαλίζουν επαρκή χώρο για ελιγμούς και διαπραγματεύσεις.
Παράλληλα η ολοκλήρωση κομβικών αποκρατικοποιήσεων όπως η ΤΡΕΝΟΣΕ αλλά και η προώθηση της διαδικασίας διαχωρισμού και πώλησης του ΑΔΜΗΕ συνιστούν ενδιαφέρον ξένων για ελληνικά assets, ένδειξη ότι η πολιτική αβεβαιότητα είναι σε επίπεδα που επιτρέπουν την ανάληψη θέσεων.
Σε αυτή τη φάση το διεθνές και ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό φαίνεται ότι βρίσκεται σε διαρκές stress test με τις επερχόμενες γερμανικές και γαλλικές εκλογές, την αναδιάταξη ισορροπιών που προκύπτει από την εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ και την εκδήλωση της ρωσικής πολιτικής στη Συρία, την Ανατολική Ευρώπη και το… hacking.
Με ανοιχτά ζητήματα:
– Το Brexit
– τις ιταλικές τράπεζες,
– το προσφυγικό,
– το Κυπριακό,
– Τις σχέσεις με την Κίνα
– Την πολιτική απέναντι στη Ρωσία
– την αναβάθμιση της Frontex
– το NATO
– και τον Ευρωστρατό
το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης της ελληνικής κρίσης δεν είναι ένα από αυτά που θα ήθελαν να αντιμετωπίσουν οι ταγοί της ΕΕ σε αυτή τη φάση.
Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση έχει πλέον αυξημένες πιθανότητες να κλείσει την αξιολόγηση επιλέγοντας έξυπνα και γρήγορα τα σημεία που μπορεί να συμβιβαστεί και διατηρώντας ανοιχτά άλλα τα οποία δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτούν τώρα οι Ευρωπαίοι εταίροι.
Η συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ είναι ένα ζήτημα-καταλύτης το οποίο ωστόσο μπορεί να παραμείνει σε εκκρεμότητα ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, στρατηγική που φαίνεται να εισηγούνται ι η ΕΚΤ και η Γαλλία προκειμένου να απεμπλακεί η διαπραγμάτευση.
Οι τράπεζες
Ωστόσο η κατάταση παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη στο μέτωπο της οικονομίας, καθώς -όππως προκύπτει από τα στοιχεία της τράπεζας της Ελλάδος- τα business plan διαχείρισης κόκκινων δανείων αποδεικνύονται ουτοπικά και οι στόχοι ανέφικτοι.
Η πιστωτική συρρίκνωση στην οποία βρίσκονται επιχειρώντας να ενισχύσουν τα κεφάλαια και να βελτιώσουν τους δείκτες, ανεβάζει το μεσοπρόθεσμο και το συστημικό ρίσκο καθιστώντας κάθε βήμα αβέβαιο.
Πλέον η μόνη λύση που μπορεί να απαλύνει τον “πόνο” είναι οι πωλήσεις στοιχείων του ενεργητικού και συμμετοχών, ωστόσο το θεσμικό πλαίσιο παραμένει προβληματικό. Συνεπώς θα απαιτηθούν νέα κεφάλαια ή και νέα τραπεζικά σχήματα σε συνεργασία με ξένες τράπεζες ώστε να διαμορφωθούν βιώσιμες λύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο ο χρόνος δεν είναι σύμματοχος των τραπεζιτών, οι οποίοι καλούνται να επιλύσουν και τα προβλήματα στη διοίκηση των οργανισμών τους σιωπηρά, καθώς κάθε ένταση μπορεί να περιπλέξει τα πράγματα ανοίγοντας νέο γύρο πολιτικών παρεμβάσεων.