Σε επιφυλακή και έτοιμη να δράσει για να προστατεύσει την ευρωπαϊκή οικονομία από την διαρκώς αυξανόμενη πολιτική αβεβαιότητα που προκύπτει από τη διαδικασία του Brexit, την εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ και την αυξημένη πιθανότητα ευρύτερων ανακατάξεων στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, ενόψει των επενρχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων σε ΓΕρμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Αυστραία και Ιταλία είναι η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ επιλέγει να δει την Ευρωπαϊκή Οικονομία από την οπτική των κινδύνων που αντιμετωπίζει καθώς ο πληθωρσιμός είναι αρκετά χαμηλότερα από το στόχο του 2% και η αναπτυξιακή δυναμική εμφανίζει ενδείξεις ανάσχεσης όπως προκύπτει από την εξέλιξη του ΑΕΠ Γερμανίας και Γαλλίας στο τρίτο τρίμηνο.
Με τον τρόπο αυτό η ΕΚΤ αποκρούει αποτελεσματικά τις πιέσεις από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και το γερμανικό τραπεζικό σύστημα για αύξηση των επιτοκίων.
Η ΕΚΤ παρατηρεί επισταμένως και τις εξελίξεις στον τομέα της Βασιλείας ΙΙΙ καθώς η κατάσταση βρίσκεται σε ιδιαίτερα κομβικο σημείο και οι αγορές αναμένουν ενδείξεις για να τοποθετηθούν.
Οι νέοι κανόνες εποπτείας του τραπεζικού συστήματος αν υιοθετηθούν θα οδηγήσουν σε ραγδαία αύξηση των αναγκών για εποπτικά κεφάλαια που σημαίνει ότι μεγάλες τράπεζες και μικρότερες θα οδηγηθούν στις αγορές για άντληση ρευστότητας.
«Στο προσεχές μέλλον, είναι αρκετά πιθανό να αυξηθεί η μεταβλητότητα, γεγονός που συντηρεί σε υψηλά επίπεδα τον κίνδυνο μίας βίαιης και αιφνίδιας διόρθωσης».
Ειδική μνεία κάνει στις «αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις» και στην «υψηλή πολιτική αβεβαιότητα», εξελίξεις οι οποίες, δύνανται να οδηγήσουν στην αντιστροφή των οικονομικών τάσεων και στην αμφισβήτηση της οικονομικής σταθερότητας.
Όσον αφορά το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι οι οικονομικές πολιτικές που αναμένεται να εισαγάγει ο Ντόναλντ Τραμπ, πιθανώς θα αυξήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ, καθώς η προαναγγελία μείωσης των φορολογικών συντελεστών και αύξησης των δημόσιων δαπανών στους τομείς των υποδομών και της άμυνας, εκτιμάται ότι θα έχει σημαντικό δημοσιονομικό κόστος.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, εξηγεί στη συνέχεια, η οικονομία της Ευρωζώνης θα επηρεαστεί τόσο μέσω των εμπορικών δεσμών των δύο πλευρών, όσο και μέσω των προσδοκιών ανάκαμψης των επιτοκίων και του πληθωρισμού.
Στο σημείο αυτό, ειδική αναφορά κάνει στις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες παραμένουν εκτεθειμένες και ευάλωτες σε μία σειρά κινδύνων. Άλλωστε, όπως διαπιστώνει, οι προοπτικές κερδοφορίας διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα, εν μέσω της υποτονικής ανάπτυξης στις χώρες της Ευρωζώνης.
Κίνδυνοι εγείρονται και από το ενδεχόμενο καθυστερήσεων στην εφαρμογή των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ως απόρροια των σημαντικών πολιτικών εξελίξεων που αναμένονται για το 2017. «Οι εκλογές σε μία σειρά κρατών – μελών ενδεχομένως, να οδηγήσουν τις κεντρικές τράπεζες στη λήψη ακόμη πιο επιθετικών νομισματικών μέτρων» εκτιμά, καταλήγοντας.