Σε επενδυτική καραντίνα φαίνεται ότι έχουν μπει οι ευρωπαϊκές τράπεζες υπό το φόβο επιμόλυνσης από την κρίση της Deutsche Bank και λόγω της άρνησης της Κομισιόν να αποδεχθεί το νέο θεσμικό, κανονιστικό και κεφαλαιακό πλαίσιο που προτείνει η Βασιλεία ΙΙΙ.
Αυτό είναι πλέον προφανές από τη διαφορετική συμπεριφορά των αμερικανικών τραπεζικών μετοχών και αγορών από τις ευρωπαϊκές κατά την περίοδο της κρίσης.
Η αποτυχία της Deutsche Bank στα stress tests της Fed, για δεύτερη συνεχή χρονιά, τα πρόστιμα, στις ΗΠΑ, για την αδυναμία συμμόρφωσης στα πρότυπα αναφοράς ρίσκου, η χαμηλή βαθμολογία στην άσκηση της SSM και οι διαρκείς παρεμβάσεις πολιτικών σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν οι ενδείξεις που προβλήματος.
Αν και κανείς δεν προβλέπει κατάρρευση της Deutsche Bank σίγουρο είναι ότι για να κρατηθεί όρθια χρειάζονται πολιτικές παρεμβάσεις, αποφυγή του… stress και προστασία από τις αγορές… Η Deutsche Bank ζητά δηλαδή διαφορετικά standards ώστε να μην προκαλέσει ντόμινο.
Οι αγορές και οι επενδυτές το γνωρίζουν και το αντιλαμβάνονται αυτό, γι αυτό η γερμανική τραπεζική ναυαρχίδα έχει χαρακτηριστεί ως η πλέον επικίνδυνη τράπεζα. Όχι γιατί κινδυνεύει να καταρρεύσει αλλά γιατί υπάρχει αδυναμία υπολογισμού του πραγματικού κινδύνου που συνεπάγεται επένδυση στη Deutsche Bank συγκριτικά με αυτόν μιας επένδυσης στη Citi ή στη Bank of America.
Ετσι στην πραγματικότητα αυτό που στοχεύουν τα νέα κριτήρια και οι προδιαγραφές της Βασιλείας ΙΙΙ επιτυγχάνεται για της απόρριψης τους από την ΕΕ. Οι αμερικανικές τράπεζες κρίνονται ασφαλέστερες και συνεπώς επιλέξιμες για τα αμυντικά χαρτοφυλάκια, ενώ οι ευρωπαϊκές λόγω Deutsche Bank πιο επικίνδυνες και συνεπώς θα συγκεντρώσουν πιο επιθετικούς επενδυτές.
Αν σε αυτά προστεθούν οι παράμετροι που δημιουργούνται από την προσδοκία αύξησης των επιτοκίων στις ΗΠΑ και της αναπτυξιακής προοπτικής της αμερικανικής οικονομίας εν συγκρίσει με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, τότε η εικόνα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες επιδεινώνεται.
Υπ αυτό το πρίσμα η πίεση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προς τον Μάριο Ντράγκι για εγκατάλειψη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και άνοδο των επιτοκίων αποτελεί προσπάθεια μετάθεσης ευθυνών διάσωσης της γερμανικής τράπεζας και στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το Βερολίνο επιχειρεί να χρεώσει στην ΕΚΤ την ευθύνη της προσέλκυσης κεφαλαίων που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και τη σταθερότητα αντί να αναλάβει μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες υψηλού βραχυχρόνιου κόστους.