Στα πρόθυρα ευρείας συστημικής τραπεζικής κρίσης βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς η συζήτηση για την εφαρμογή των νέων standards της Βασιλείας III δημιουργεί προβλήματα έλλειψης κεφαλαίων και αύξησης του κινδύνου τα οποία οδηγούν σε επικίνδυνο σπιράλ. Σύμφωνα με το κείμενο του διοικητικού συμβουλίου της Βασιλείας ΙΙΙ που βρίσκεται υπό εξέταση καταργούνται οι εθνικοί κανονισμοί εποπτείας και οι εσωτερικές μέθοδοι υπολογισμού του ρίσκου σε βάθος τριετίας και υιοθετούνται ενιαίες ρυθμίσεις.
Το μέγεθος και οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης είναι απροσδιόριστες σε αυτή τη φάση καθώς για πολύ μικρότερα προβλήματα η Deutsche Bank φλερτάρει με την κατάρρευση. Ακόμα όμως και αν η ΕΕ εμποδίσει την εφαρμογή της κανονιστικής οδηγίας της Βασιλείας σε αυτή τη φάση, η πρόοδος των αμερικανικών τραπεζών σε αυτή την κατεύθυνση θα οδηγήσει στη ντε φάκτο δημιουργία τραπεζικής αγοράς πολλών ταχυτήτων, με τις ευρωπαϊκές να μην είναι στην πρώτη και να καλούνται να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος δανεισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο τα προβλήματα της Deutsche Bank αν και αναδεικνύονται σε μείζον πολιτικό θέμα στη Γερμανία, στην πραγματικότητα αυτό είναι μόνο ένα μικρό δείγμα από τα «προσεχώς». Ακόμα και εάν η Deutsche Bank –όπως αναμένεται- ξεπεράσει τα προβλήματά της σε αυτό το στάδιο δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις που δημιουργεί η υιοθέτηση των νέων κανονισμών και standards της Βασιλείας ΙΙΙ.
Τα κείμενα που θα καταστούν αυτοδίκαια νόμος της ΕΕ και θα έχουν παγκόσμια εφαρμογή βρίσκονται στο τελικό στάδιο της διαβούλευσης με τις ΗΠΑ να πιέζουν για κατάργηση των εθνικών εξαιρέσεων και την εφαρμογή ενιαίων standards στον υπολογισμό του ρίσκου. Ευρωπαίοι τραπεζίτες και πολιτικοί όμως αντιτίθενται σθεναρά καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε εκτόξευση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.
Αν μάλιστα αυτό ληφθεί υπόψη στην υπόθεση της Deutsche Bank και προστεθεί στο κεφαλαιακό έλλειμμα που θα προκύψει από την αναδιάρθρωση, τότε η δεν αποκλείεται να αποτελέσει τη «χαριστική βολή» για τον γερμανικό γίγαντα.
Αντί της εφαρμογής ενιαίων προτύπων αποτύπωσης και διαχείρισης ρίσκου η Κομισιόν προτείνει τη διατήρηση των μοντέλων ανά τράπεζα υπό την εποπτεία της SSM και των εθνικών εποπτικών μηχανισμών, υποστηρίζοντας ότι οι υπάρχουσες ασφαλιστικές δικλείδες είναι επαρκείς.
Η πρόταση που έχει καταθέσει το Διοικητικό Συμβούλιο της Βασιλείας, υπό τον Ζαν Κλωντ Τρισέ, δίνει περιθώριο προσαρμογής στους νέους κανονισμούς έως και τρία έτη, ωστόσο η πρόοδος και ο βαθμός ολοκλήρωσης θα παρακολουθούνται στενά.
Συνεπώς το ενδεχόμενο αυτό είναι από αυτά που οι αγορές ενσωματώνουν στις προβλέψεις τους επηρεάζοντας τις αποτιμήσεις των τραπεζών οι οποίες θα βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα.
Με δεδομένο ότι η Fed υιοθέτησε στα πρόσφατα stress tests πολλά από τα νέα standards της Βασιλείας ΙΙΙ, με βάση τα οποία οι αμερικανικές τράπεζες πέρασαν και η Deutsche Bank κόπηκε, είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα έχουν μεγάλο πρόβλημα να αντλήσουν ρευστότητα από τις αγορές καθώς είναι προφανές ότι έχουν υψηλότερο ρίσκο από τις αμερικανικές.
Τι προβλέπει η Βασιλεία ΙΙΙ
Σε πρώτη φάση το διοικητικό συμβούλιο του οργάνου καταργεί έξι εθνικούς κανονισμούς ενώ στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι και άλλες διατάξεις που δίνουν ευελιξία σε εθνικό επίπεδο εξετάζονται και αναμένεται να απαλειφθούν σύντομα.
Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση η απόφαση επιδρά άμεσα στα standards που θέτει το κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ, που συνεπάγεται την άμεση εφαρμογή τους. Για να αποφευχθούν συστημικά σοκ από τις αλλαγές η Βασιλεία δίνει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις περιθώριο προσαρμογής που φτάνει έως και τα τρία χρόνια.
Οι αποφάσεις της Βασιλείας θα έχουν άμεση εφαρμογή και αναμένεται να προκαλέσουν αναταράξεις στο τραπεζικό σύστημα, ιδιαίτερα στο ελληνικό, καθώς οι τροποποιήσεις οδηγούν σε de facto περιορισμό των εποπτικών κεφαλαίων και αύξηση του ρίσκου λόγω της ταυτόχρονης αλλαγής τόσο στον τρόπο καταγραφής των NPL’s όσο και στη διαμόρφωση των αποδεκτών στο Tier 1 κεφαλαίων.
Παράλληλα τροποποιείται ουσιωδώς και το καθεστώς αξιολόγησης κινδύνου και αποτίμησης εσωτερικής αξίας στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού με στόχο την αυστηροποίηση των κριτηρίων για τον περιορισμό του ρίσκου.
Σε μια συνολική αξιολόγηση παράγοντες της Βασιλείας και της BIS εκτιμούν τη μεσοσταθμική επίδραση των αλλαγών σε βάθος 12 μηνών να φτάνει στο 1,6% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών. Όπερ σημαίνει ότι για τις ελληνικές τράπεζες η επίδραση θα είναι πολύ μεγαλύτερη.
Με την απόφαση καταργούνται:
– Οι διαφοροποιήσεις στη μεταχείριση των καθυστερούμενων δανείων, αυτά δηλαδή που δεν έχουν πληρωθεί κανονικά οι δόσεις σε διάστημα 30 έως 60 ημερών, ακόμα και στην περίπτωση που έχουν καταγραφεί μικρότερες καταβολές. Πρόκειται για την υποσημείωση 31 στην παράγραφο 76, όπου επισημαίνεται ότι θα υπάρξει μεταβατική περίοδος τριών ετών κατά τη διάρκεια των οποίων τα αποδεκτά εχέγγυα θα καλύπτουν μεγαλύτερο εύρος, ώστε να μην επηρεαστεί η κεφαλαιακή σταθερότητα των τραπεζών και να μην προκληθεί sell-off στις δευτερογενείς αγορές δανείων.
– Η διαφοροποίηση στον ορισμό των καταναλωτικών κινδύνων: Πρόκειται για την τροποποίηση της ακόλουθης πρότασης στην παράγραφο 232: «Οι επόπτες μπορεί να αποφασίσουν να ορίσουν το μίνιμουμ επιτρεπτό όριο έκθεσης μέσα στα πλαίσια ενός pool εκθέσεων, ορίζοντας μια συγκεκριμένη υποομάδα ως «καταναλωτική»
– Καταργούνται οι εθνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 264: «Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου οι ακόλουθοι ελάχιστοι κανονισμοί μπορούν να χαλαρώσουν, στην ευχέρεια του εθνικού επόπτη».
– Καταργείται η διαφοροποίηση στις αξιολογήσεις και στους τύπους και τα προφίλ υπολογισμού για wholesale exposures, βάσει τον οποίων οι επόπτες μπορούσαν να απαιτήσουν από τις τράπεζες που δάνειζαν μικρότερα σχήματα εναλλακτικών δανειακών προϊόντων να έχουν μεγαλύτερη αξιολόγηση στα δικά τους αποδεκτά collateral.
– Περιορίζει τη δυνατότητα των Εθνικών κεντρικών τραπεζών να θέτουν το re-ageing χρονικό όριο, δηλαδή την περίοδο «καθαρισμού» του μητρώου του καταναλωτή.
– Παράλληλα η επιτροπή ενημερώνει ότι το 2016 λήγει η διαφοροποίηση, σε εθνικό επίπεδο, της δυνατότητας των κεντρικών τραπεζών να εφαρμόζουν δικά τους πρότυπα στις εσωτερικές IRB αξιολογήσεις, ιδιαίτερα στις μετοχικές αποτιμήσεις, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 267 της Βασιλείας ΙΙ, καθώς η πρόνοια αφορούσε και περιοριζόταν σε 10ετή εφαρμοστική περίοδο.
– Παράλληλα σύμφωνα με την ανακοίνωση επισημαίνεται η κατάργηση οδηγίας της Βασιλείας ΙΙ και η επικράτηση –από τώρα- της οδηγίας της Βασιλείας ΙΙΙ για την αναγνώριση της χρεωστικής προσαρμογής στην αξιολόγηση στο πλαίσιο του υπολογισμού των κεφαλαίων για το Tier 1. Η ρύθμιση αυτή αναμένεται να φέρει ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στις κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών –και όχι μόνο- τραπεζών-.
Παράλληλα στην παράγραφο 75 Βασιλείας III απαιτείται από τις τράπεζες να διαγράψουν «derecognize in the calculation of Common Equity Tier 1, all unrealised gains and losses that have resulted from changes in the fair value of liabilities that are due to changes in the bank’s own credit risk.»
Συνεπώς η ρύθμιση αυτή αφορά και τα παράγωγα στα οποία οι τράπεζες δεν μπορούν να αναγνωρίζουν πλέον ούτε κέρδη ούτε ζημιές λογιστικά αν αυτά βρίσκονται σε διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης κινδύνου και δεν αποτελούν γεγενημένο αποτέλεσμα.
Οι τράπεζες θα είναι υποχρεωμένες να μην αναγνωρίζουν τα κέρδη και τις ζημιές από τα παράγωγα σε λογιστική βάση πάνω στα Tier 1 κεφάλαια ακόμα κι αν αυτές δεν χρησιμοποιούν τη μέθοδο Funding Valuation Adjustment.
Δίδυμη απειλή για τις τράπεζες
1. Το High Quality Liquid Assets, είναι τα στοιχεία που μπορούν να ρευστοποιηθούν άμεσα στις αγορές σε αξία πολύ κοντά στην αποτίμησή τους και τα οποία επαρκούν για να καλύψου τις ανάγκες ρευστότητας της εκάστοτε τράπεζας για 30 ημέρες.
2. Το Liquidity Coverage Ratio που είναι η συνεπακόλουθη διαδικασία πιστοποιεί την ικανότητα των τραπεζών να απορροφήσουν τους κραδασμούς από ακραίες οικονομικές συνθήκες.
Με την ταυτόχρονη εφαρμογή όλων των παραπάνω σταδιακά και ξεκινώντας από το 2015 διασφαλίζεται η σταθερότητα του συστήματος και προλαμβάνονται κρίσεις όπως αυτή του 2007, όταν οι τράπεζες παρά τα επαρκή ίδια και εποπτικά κεφάλαια δεν είχαν ικανή ρευστότητα, με αποτέλεσμα όταν προσέφυγαν μαζικά στις αγορές να προκαλέσουν σοκ και κατάρρευση των τιμών.
Η εφαρμογή αυτών των κριτηρίων σε ποσοστό 60% του συνολικού από 1 Ιανουαρίου του 2015 εντάσσεται και στα σενάρια των κεφαλαιακών ασκήσεων που θα διεξάγει η SSM.
Τι φοβάται το IIF
Αύξηση στο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων αναμένει το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF), καθώς οι τράπεζες προσπαθούν να εκπληρώσουν τους όρους του πλαισίου Βασιλεία ΙΙΙ για την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητας.
Σε έρευνα που πραγματοποίησε το διάστημα Δεκεμβρίου – Μαρτίου, το IIF διαπιστώνει ότι αρκετές τράπεζες εξετάζουν ταυτόχρονα την αποχώρηση τους από χώρες ή την πώληση δραστηριοτήτων αποτέλεσμα των νέων κανονισμών.
Με βάση τις απαντήσεις 75 χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από 38 χώρες, προκύπτει επίσης ότι οι τράπεζες έχουν αυξήσει τις δαπάνες τους στον τομέα διαχείρισης κινδύνου, προσπαθώντας να αποφύγουν την επανάληψη των λαθών που οδήγησαν στην κρίση του 2008.
Το 40% το τραπεζών που ήταν έτοιμες να δώσουν μια εκτίμηση για τον αντίκτυπο της Βασιλείας ΙΙΙ, περιμένουν αύξηση των επιτοκίων στα επιχειρηματικά δάνεια από 0,5% έως 1%, ενώ το 25% αναμένει ακόμα μεγαλύτερη αύξηση.
Επίσης, οι νέοι κανονισμοί έχουν οδηγήσει πολλές τράπεζες να επανεξετάσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα. Το 65% έχει ξεκινήσει την επαναξιολόγηση χαρτοφυλακίων, το 45% σχεδιάζει να εγκαταλείψει πολύπλοκα ή λιγότερο ρευστοποιήσιμα χαρτοφυλάκια, το 30% σχςεδιάζει να εγκαταλείψει κάποιες δραστηριότητες και το 13% προετοιμάζεται να αφήσει ορισμένες χώρες.
“Οι εταιρείες προβλέπουν ότι οι αλλαγές θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο κόστος των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων”, αναφέρει μεταξύ άλλων το IIF. “Το αποτέλεσμα θα είναι η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων να πρέπει να μειωθεί και τα περιθώρια να πρέπει να αυξηθούν”.
Η έρευνα βρήκε επίσης ότι οι τράπεζες αφιερώνουν πλέον περισσότερους πόρους στη διαχείριση του κινδύνου. Το 57% των ιδρυμάτων έχει αυξήσει το προσωπικό στον τομέα αυτό σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα, ενώ το 36% θα αυξήσει το προσωπικό του μέσα στο επόμενο έτος.