Αίσθηση αλλαγής σελίδας στην οικονομία της χώρας έδωσε με την έκθεση νομισματικής πολιτικής ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.
Κατά την παρουσίαση της έκθεσή του ενώπιον της Βουλής ο Γιάννης Στουρνάρας εστίασε στην έως τώρα πορεία της οικονομίας, στις απαραίτητες ενέργειες για τη διασφάλιση της αναπτυξιακής δυναμικής και στις προτάσεις για χαλάρωση των capital controls.
Ακολουθεί ολόκληρη η έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος
«Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα στη Βουλή των Ελλήνων
για την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής
11 Ιουλίου 2016
Ενότητες:
1. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επιδρά θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης
2. Δέσμευση του Eurogroup για την ανάληψη δράσεων µε σκοπό την ελάφρυνση του χρέους
3. Εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα: ρευστότητα, μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων
4. Προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και πιθανοί κίνδυνοι
5. Βασικές προϋποθέσεις για επιστροφή σε διατηρήσιμη ανάπτυξη
6. Συμπεράσματα
1. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επιδρά θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επιδρά θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης με σημαντικά άµεσα και έµµεσα οφέλη, όπως:
· Πρώτον, την τµηµατική εκταµίευση δόσεων ύψους 10,3 δισεκ. ευρώ. Το πρώτο τμήμα της δόσης ύψους 7,5 δισεκ. ευρώ έχει ήδη εκταμιευθεί, εκ των οποίων 5,7 δισεκ. ευρώ αφορούν κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους, ενώ ποσό 1,8 δισεκ. ευρώ θα διατεθεί για την εκκαθάριση µέρους των ληξιπρόθεσµων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης. Το υπολειπόμενο ποσό ύψους 2,8 δισεκ. ευρώ (εκ των οποίων 1,7 δισεκ. ευρώ θα διατεθούν για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης) θα αποδεσμευθεί έως το φθινόπωρο του 2016 κατόπιν υλοποίησης μίας σειράς συγκεκριμένων προαπαιτούμενων δράσεων στους εξής τομείς: συνταξιοδοτικό σύστημα, εταιρική διακυβέρνηση τραπεζών, ενέργεια, ιδιωτικοποιήσεις, γενική γραμματεία δημοσίων εσόδων και αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών. Η εξέλιξη αυτή εκτιµάται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την οικονοµική δραστηριότητα το β’ εξάµηνο του 2016.
· Δεύτερον, την πρόσφατη απόφαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της ΕΚΤ για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), η οποία καθιστά πλέον δυνατή την πιο φθηνή χρηµατοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
· Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την υποχώρηση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί ως προς την αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών συνέβαλε στη μείωση του ανώτατου ορίου παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες από τα τέλη Ιουνίου έως σήμερα κατά 9,5 δισεκ. ευρώ συνολικά, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 58,6 δισεκ. ευρώ.
· Τρίτον, τη δυνατότητα συµµετοχής και των ελληνικών κρατικών οµολόγων στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ προς το τέλος του 2016. Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόµενη πιο φθηνή αναχρηµατοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασµό µε τη συµµετοχή των ελληνικών κρατικών οµολόγων στις παρεµβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιµάται ότι θα έχουν σηµαντική θετική επίδραση στα αποτελέσµατα των τραπεζών, δυνητικού ύψους περί τα 400 µε 500 εκατοµµύρια ευρώ. Τα έµµεσα οφέλη όµως, όπως για παράδειγµα η αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναµένεται να είναι σηµαντικά υψηλότερα.
Τα παραπάνω αναµένεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να ενθαρρύνουν την επιστροφή των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, η οποία θα επιτρέψει τη χαλάρωση και τελικά άρση των κεφαλαιακών περιορισµών. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασµό µε την αποτελεσµατικότερη διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, θα συµβάλει στην υποχώρηση του κόστους δανεισµού και θα αυξήσει σταδιακά την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυµάτων, µε ευνοϊκές επιδράσεις στη χρηµατοδότηση και κατ’ επέκταση στο ρυθµό ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας.
Γενικά, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης λειτουργεί ευνοϊκά για την ελληνική οικονοµία, καθώς ενισχύει την εµπιστοσύνη και περιορίζει την αβεβαιότητα που επιβάρυνε το κλίµα και ανέστειλε επενδυτικές αποφάσεις.
Η βαθμιαία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης αντικατοπτρίζεται και στην εξέλιξη αρκετών πρόδρομων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα:
· Ο βιομηχανικός δείκτης PMI, ο οποίος διαμορφώθηκε σε αρνητικό έδαφος την περίοδο Φεβρουαρίου – Μαΐου 2016, ξεπέρασε το όριο του 50 τον Ιούνιο του 2016 (50,4 από 48,4 το Μάιο) υποδηλώνοντας οριακή άνοδο της μεταποίησης, φθάνοντας το υψηλότερο επίπεδο του από το Μάιο του 2014.
· Ο δείκτης οικονομικού κλίματος σταθεροποιήθηκε τον Ιούνιο (σε 89,7), καθώς η πτώση της εμπιστοσύνης στις υπηρεσίες και το λιανικό εμπόριο αντισταθμίστηκε από τη βελτίωση των προσδοκιών στη βιομηχανία και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, η οποία αντανακλά πιο αισιόδοξες προσδοκίες για τη γενική οικονομική κατάσταση και την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών τους επόμενους 12 μήνες.
Παράλληλα, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης συνέβαλε στην υποχώρηση των αποδόσεων των οµολόγων του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των οµολογιακών τίτλων που έχουν εκδώσει ελληνικές επιχειρήσεις στη διεθνή αγορά. Ωστόσο, η αναστάτωση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο η πλειοψηφία των Βρετανών πολιτών τάχθηκε υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνέβαλε σε αναστροφή αυτής της πτωτικής τάσης και σε αύξηση των αποδόσεων τους.
Λαμβάνοντας υπόψη την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών την περίοδο 2010-2015 και τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και έπειτα επείγει ο προσανατολισµός της οικονομικής πολιτικής προς τις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις που έχει συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση με τους θεσμούς καθώς και την αξιοποίηση της αδρανούσας ακίνητης κρατικής περιουσίας που μπορεί να αποβεί καταλύτης για την προσέλκυση επενδύσεων. Αυτές οι δράσεις θα ενισχύσουν την ανάπτυξη, διευκολύνοντας παράλληλα την επίτευξη των μελλοντικών δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος.
2. Δέσμευση του Eurogroup για την ανάληψη δράσεων µε σκοπό την ελάφρυνση του δηµόσιου χρέους
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης συνοδεύτηκε και από τη δέσµευση των εταίρων για την ανάληψη δράσεων µε σκοπό την ελάφρυνση του δηµόσιου χρέους. Η ανακοίνωση του Eurogroup στις 25 Μαΐου περιγράφει το χρονοδιάγραµµα και το γενικό περίγραµµα των παρεµβάσεων που, εφόσον κριθεί αναγκαίο να ενεργοποιηθούν, θα έχουν ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της διαχειρισιµότητας των ετήσιων χρηµατοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, δηλαδή θα τις διατηρήσουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% μακροπρόθεσμα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά κατ’ αρχάς ότι η βούληση των εταίρων να προχωρήσουν στην ελάφρυνση του χρέους ενισχύει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα μέτρα που περιλαμβάνει η ανακοίνωση του Eurogroup δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί και ποσοτικοποιηθεί, ενώ οι οριστικές αποφάσεις για το χρέος μετατίθενται για επανεξέταση μετά το τέλος του προγράμματος και υπόκεινται, πρώτον, στη θετική συνολική αξιολόγηση του προγράμματος και, δεύτερον, στα πορίσματα μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα γίνει το 2018.
Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους.
· Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως ενδεχομένως θα είναι υψηλότερα.
· Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων,
(α) μετάθεση των λήξεων,
(β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων,
(γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και
(δ) ανταλλαγή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Σύμφωνα με την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συνοδευθούν και από ελάφρυνση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου. Συγκεκριμένα, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης από 3,5% του ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί σε 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ελάχιστες χώρες μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδος από το 2018 και μετά.
Σημαντικό επιχείρημα για αυτή την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελεί η διαπίστωση ότι σήμερα, όπως διαμορφώνεται η δυναμική του δημόσιου χρέους, μία εκατοστιαία μονάδα υψηλότερης ανάπτυξης έχει 80% μεγαλύτερη αξία για τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ από μία εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα.
Σενάρια βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά είναι συνεπή με βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αρκεί:
(α) να μετατεθούν περαιτέρω οι λήξεις των δανείων κατά 20 έτη και
(β) να εξομαλυνθούν οι πληρωμές των τόκων που μεταφέρονται και κεφαλαιοποιούνται σε μια περίοδο 20 ετών.
Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ηπιότερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και κατ’ επέκταση υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει ταχύτερη την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
3. Εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα: ρευστότητα, μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων
α) Ρευστότητα
Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης προοιωνίζεται περιορισμό της εναπομένουσας αβεβαιότητας. Σε συνδυασμό με την αναμενόμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και την παγίωση συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η προώθηση προσαρμογών και μεταρρυθμίσεων θα αποδίδει καρπούς, ο περιορισμός της αβεβαιότητας αναμένεται να οδηγήσει σε επιστροφή αποταμιεύσεων στις τράπεζες στην Ελλάδα και διεύρυνση της πρόσβασης των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και εύρωστων εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Από την αρχή της κρίσης, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υπέστη τις συνέπειες των αλλεπάλληλων υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, υποβαθμιζόμενο αντίστοιχα. Οι τράπεζες αποκλείστηκαν από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, ενώ η αβεβαιότητα επηρέασε καταλυτικά τις καταθέσεις, καθώς σε λιγότερο από τρία χρόνια καταγράφηκε εκροή καταθέσεων, η οποία ανήλθε σε 90 δισεκ. ευρώ περίπου, που αντιπροσωπεύει το 1/3 της καταθετικής βάσης. Οι τράπεζες χρειάστηκε να προσφύγουν σε πολύ μεγάλη έκταση σε χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα, αρχικά μέσω των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Στη συνέχεια όμως, λόγω του περιορισμού της αξίας των αποδεκτών εξασφαλίσεων στο χαρτοφυλάκιό τους, αναγκάστηκαν να προσφύγουν στο μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ΕLA) από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η παροχή ΕLA αυξήθηκε σταδιακά μέχρι το ύψος των 120 δισεκ. ευρώ το 2012. Στη συνέχεια ακολούθησε σταδιακή αποκλιμάκωση μέχρι να μηδενιστεί κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014.
Η ευρεία στήριξη της ρευστότητας που παρασχέθηκε από την κεντρική τράπεζα συνέβαλε ώστε ο περιορισμός της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να συγκρατηθεί σε ρυθμό πολύ χαμηλότερο από εκείνον της συρρίκνωσης της καταθετικής βάσης των τραπεζών.
Η επιβάρυνση του οικονομικού κλίματος και η αυξημένη αβεβαιότητα το πρώτο εξάμηνο του 2015 οδήγησαν σε εκτεταμένες εκροές καταθέσεων (περίπου 45 δισεκ. ευρώ). Οι εκροές αυτές αφορούσαν κατά προσέγγιση: κατά 1/3 αυξημένες αναλήψεις τραπεζογραμματίων (τα οποία κατέληξαν στα «στρώματα»), κατά 1/3 μεταφορά κεφαλαίων σε πιστωτικά ιδρύματα εξωτερικού και κατά 1/3 επενδύσεις σε προϊόντα της χρηματαγοράς (money market) εξωτερικού. Η τραπεζική αργία και η επιβολή περιορισμών, μεταξύ άλλων, στις αναλήψεις μετρητών από τραπεζικούς λογαριασμούς, στις διασυνοριακές πληρωμές και τη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων συγκράτησαν τις εκροές καταθέσεων και τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Παράλληλα, ενθάρρυναν τη χρήση ηλεκτρονικού χρήματος, με αποτέλεσμα, βάσει ισχυρών ενδείξεων, θετικές επιδράσεις στα φορολογικά έσοδα λόγω της συρρίκνωσης της άτυπης οικονομίας.
Το Δεκέμβριο του 2015 ολοκληρώθηκε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με αυξημένη ιδιωτική συμμετοχή. Οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες κάλυψαν τα απαιτούμενα κεφάλαια, τα οποία προέκυψαν από την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενέργησε η ΕΚΤ. Τα απαραίτητα κεφάλαια προήλθαν από: α) τη συμμετοχή ξένων επενδυτών (5,3 δισεκ. ευρώ) β) μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης (0,6 δισεκ. ευρώ) και γ) κεφάλαια ύψους 2,7 δισεκ. ευρώ που αντλήθηκαν μέσω της διαχείρισης στοιχείων παθητικού. Τα επιπρόσθετα κεφάλαια για τις δύο τράπεζες που δεν κάλυψαν τις κεφαλαιακές ανάγκες του δυσμενούς σεναρίου από ιδιωτικές πηγές (περίπου 5,4 δισεκ. ευρώ) προήλθαν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Δηλαδή, οι δημόσιοι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τελικά πολύ χαμηλότεροι από το ποσό των 25 δισεκ. ευρώ που είχε προβλεφθεί αρχικά από το Eurogroup τον Αύγουστο του 2015.
Παράλληλα, μειώθηκε η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το ELA, με αποτέλεσμα το ανώτατο όριό του από το τέλος Ιουλίου του 2015 έως σήμερα να μειωθεί κατά ποσό μεγαλύτερο των 31,5 δισεκ. ευρώ και να διαμορφωθεί στα 58,6 δισεκ. ευρώ. Η μείωση του ανώτατου ορίου του ΕLA αντανακλά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών στο πλαίσιο της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της σταθεροποίησης των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, τη σταδιακή – και διαρκώς αυξανόμενη – αποκατάσταση της χρηματοδότησής τους από τη διατραπεζική αγορά (και μάλιστα με τη χρήση ενεχύρων που δεν είναι αποδεκτά στα πλαίσια του Ευρωσυστήματος) καθώς και την επιτευχθείσα πρόοδο στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης. Επίσης αντανακλά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί ως προς την αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών (με την είσπραξη από την ΕΤΕ του τιμήματος από την πώληση της Finanz Bank), καθώς και την επίδραση της επαναφοράς του waiver από την 29η Ιουνίου, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (ΔΣ) της ΕΚΤ. Ενδεικτικά για τις καταθέσεις, περισσότερα των 2 δισεκ. ευρώ επέστρεψαν στο τραπεζικό σύστημα από την 20η Ιουλίου 2015, όταν καταργήθηκε η τραπεζική αργία και έμειναν σε ισχύ οι περιορισμοί στο τραπεζικό σύστημα και την κίνηση κεφαλαίων, μέχρι τα τέλη 2015, ενώ εικόνα σταθεροποίησης παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2016. Παράλληλα, παρατηρείται σταδιακή αλλά σταθερή επιστροφή τραπεζογραμματίων. Από την 20/7/2015 μέχρι σήμερα έχουν επιστρέψει περί τα 4 δισεκ. ευρώ.
H επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα ασφάλειες, μέσω των οποίων το Ευρωσύστημα παρέχει χρηματοδότηση στις τράπεζες με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, θα επιφέρει μείωση στο κόστος της αναχρηματοδότησης των τραπεζών, καθώς αναμένεται σταδιακή αύξηση της συμμετοχής τους και στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (TLTROs), αλλά και σε άλλα διευκολυντικά μέτρα νομισματικής πολιτικής.
Γενικότερα, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα ωφελήθηκαν από ορισμένα μέτρα νομισματικής πολιτικής που έλαβε η ΕΚΤ, όπως οι μειώσεις επιτοκίων, και οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης (TLTROs). Επίσης, ωφελήθηκαν από την πώληση στο Ευρωσύστημα, στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων (PSPP), ομολόγων (μέχρι του ύψους 19 δισεκ. ευρώ), τα οποία το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕFSF) είχε εκδώσει και εισφέρει στο παρελθόν για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών. Εκτιμάται ότι από την πώληση ομολόγων ΕFSF, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να αποκομίσουν κεφαλαιακά κέρδη περί τα 200 εκατ. ευρώ.
Μετά την επαναφορά του waiver, θα εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο και το ενδεχόμενο αγοράς τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (περί τα 3,7 δισεκ. ευρώ ονομαστική αξία μετά το τέλος Ιουλίου του 2016), λαμβάνοντας υπόψη σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της ΕΚΤ, την πρόοδο που θα σημειωθεί ως προς την ανάλυση και την ενίσχυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους καθώς και άλλους παράγοντες σχετικούς με τη διαχείριση κινδύνων.
Γενικότερα, όπως προαναφέρθηκε, η δυνατότητα φθηνότερης αναχρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στις παρεμβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντική επίδραση στα αποτελέσματα των τραπεζών, δυνητικού ύψους γύρω στα 400-500 εκατ. ευρώ. Τα έμμεσα οφέλη όμως, όπως για παράδειγμα από την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερα.
β) Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα
Ωστόσο, σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος είναι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ΜΕΑ στην Ευρώπη (μετά την Κύπρο) που στα τέλη του α΄ τριμήνου του 2016 έφθασε το 45% όλων των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και σε απόλυτα μεγέθη τα 108,6 δισεκ. ευρώ. Στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ποσοστό ΜΕΑ φθάνει στο 67%, στα στεγαστικά το 42% και στα καταναλωτικά το 55%.
Τα πιο πάνω μεγέθη δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθεί και συνεχίζουν να αυξάνονται ακολουθώντας αντίστροφη πορεία σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ της χώρας. Στο πρώτο τρίμηνο του 2016 τα ΜΕΑ αυξήθηκαν κατά 600 εκατ. ευρώ αλλά εμφανίζεται μια τάση επιβράδυνσης, αφού η αύξηση στο 12-μηνο του 2015 ξεπέρασε τα 4 δισεκ. ευρώ.
Παρά το μέγεθος του προβλήματος η κεφαλαιακή βάση του τραπεζικού συστήματος παραμένει ισχυρή, αφού οι αναληφθείσες προβλέψεις φθάνουν στο 50%, αν δε προσθέσουμε και την αξία των εξασφαλίσεων, τότε η συνολική κάλυψη έναντι κινδύνων φθάνει στο 101% και είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.
Αντιλαμβανόμενη την κρισιμότητα του προβλήματος η ΤτΕ ήδη από το 2013 ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών είτε με τη μορφή μελέτης είτε με την έκδοση Πράξεων και Κανονιστικών Ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των ΜΕΑ.
Αφού προηγήθηκε η λεπτομερής ανάλυση της κατάστασης (Troubled Assets Review) εκδόθηκε η Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 42/2014, με την οποία τέθηκε σε ισχύ η πιο αναλυτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο υποχρέωση των τραπεζών για τριμηνιαία αναφορά όλων των πτυχών των ΜΕΑ, των ενεργειών τους για την αντιμετώπισή τους και της εσωτερικής τους αναδιοργάνωσης για το σκοπό αυτό.
Λίγο αργότερα το φθινόπωρο του 2014 η ΤτΕ εξέδωσε Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών για την αντιμετώπιση με διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και, όπου δικαιολογείται, ελαστικότητα των συνεργαζόμενων δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Ο Κώδικας εξασφαλίζει την έγκαιρη και πλήρη ενημέρωση του οφειλέτη, την προστασία του από καταχρηστικές ενέργειες των πιστωτών και επιδιώκει την επίτευξη μόνιμων, βιώσιμων λύσεων για τη ρύθμιση ή οριστική διευθέτηση της οφειλής.
Η ΤτΕ συνεργάστηκε στενά με τα αρμόδια υπουργεία για νομοθετικές πρωτοβουλίες που μειώνουν τα εμπόδια αποτελεσματικής αντιμετώπισης των ΜΕΑ, όπως ο ν. 4307/2014 (νόμος Δένδια) και η τροποποίηση του ν.3869/2010 (νόμος Κατσέλη), με πιο πρόσφατο παράδειγμα το ν.4354/2015 όπως πρόσφατα τροποποιήθηκε, προκειμένου να επιτραπεί η ανάθεση διαχείρισης και η μεταβίβαση δανειακών χαρτοφυλακίων σε εξειδικευμένους μη-τραπεζικούς φορείς. Κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού του νόμου η ΤτΕ εξέδωσε αναλυτικές Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΕΕ 82/2016 και 95/2016) για τη διαδικασία αδειοδότησης εταιρειών διαχείρισης δανειακών χαρτοφυλακίων, εξασφαλίζοντας την αναγκαία ισορροπία μεταξύ ταχύτητας, διαφάνειας, αποτελεσματικότητας και προστασίας των δανειοληπτών.
Μείζονος σημασίας είναι τέλος η απόφαση που έλαβε η ΤτΕ από κοινού με τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη δεσμευτική στοχοθεσία μείωσης των ΜΕΑ με ορίζοντα τριετίας. Κατόπιν σχετικής οδηγίας οι Τράπεζες υπέβαλαν στις 24 Ιουνίου αναλυτικούς στόχους κατά κατηγορία ΜΕΑ για τα υπόλοιπα δύο τρίμηνα του 2016 και ετήσιους στόχους για το 2017, 2018 και 2019. Υπέβαλαν επίσης συγκεκριμένη τεκμηρίωση για τη στρατηγική και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν προκειμένου να επιτύχουν τους τεθέντες στόχους.
Αναλυτικότερα σε επίπεδο τεσσάρων συστημικών τραπεζών προβλέπεται ότι το 2019 τα ΜΕΑ θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 40% ή 41 δισεκ. ευρώ. Η μείωση αυτή αναμένεται ότι θα προκύψει: Πρώτον, από την ανάκαμψη της οικονομίας, όπως προβλέπεται στο Πρόγραμμα, και τη συνεπακόλουθη επιστροφή σε κερδοφορία σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων και, δεύτερον, από την επιτυχή ρύθμιση/αναδιάρθρωση οφειλών που θα καταστήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πάλι ενήμερα. Σε μικρό ποσοστό (της τάξης του 5%) προβλέπεται πώληση δανείων, ενώ η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων δεν προβλέπεται μεγαλύτερη του 7% στο σύνολο των ΜΕΑ.
Οι βασικές προτεραιότητες που προωθεί η ΤτΕ κατά την αξιολόγηση και έγκριση των στρατηγικών που υποβάλουν οι τράπεζες για τη μείωση των ΜΕΑ είναι:
· Η αποφυγή βραχυπρόθεσμων λύσεων ρύθμισης οφειλών και η παροχή μακροπρόθεσμα βιώσιμων λύσεων ή λύσεων οριστικής διευθέτησης.
· Η συντονισμένη αντιμετώπιση κοινών πιστούχων με καθυστερούμενες οφειλές σε περισσότερες τράπεζες.
· Η αναδιάρθρωση των υπερχρεωμένων βιώσιμων επιχειρήσεων με νέο επιχειρηματικό σχεδιασμό και, αν χρειαστεί, νέα διοίκηση παράλληλα με την αναδιάρθρωση του δανείου.
· Η ενεργητική αξιοποίηση του υπάρχοντος επιπέδου προβλέψεων και εξασφαλίσεων για την οριστική ελάφρυνση του ισολογισμού των τραπεζών από προβληματικά στοιχεία.
· Η ανάπτυξη εντός των τραπεζών νέων μεθόδων οργάνωσης και διαδικασιών, για την αντικειμενική και διαφανή επιλογή λύσεων ρύθμισης οφειλών.
Εν κατακλείδι το μέγεθος των ΜΕΑ αποτελεί μακροπρόθεσμα το κρισιμότερο ζήτημα τόσο για το τραπεζικό σύστημα όσο και για την πραγματική οικονομία. Όμως, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αποτελέσει και καταλύτη προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων και θεραπείας νοσηρών καταστάσεων που εμπόδιζαν την παραγωγική αναδιάρθρωση και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
γ) Περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων
Από τις 28 Ιουνίου 2015 που επιβλήθηκε η τραπεζική αργία και ο περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων, πρωταρχικός στόχος ήταν η όσο το δυνατόν ομαλότερη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Από τότε οι περιορισμοί έχουν χαλαρώσει σημαντικά κατόπιν και της προόδου που έχει επιτευχθεί σε διάφορους τομείς, με σημαντικότερους αυτούς της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών στο τέλος του β’ εξαμήνου του 2015 και της πρόσφατης επιτυχούς ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης. Το τελευταίο γεγονός μας επιτρέπει να προχωρήσουμε σε περαιτέρω, αλλά πάντα ελεγχόμενη, χαλάρωση των περιορισμών.
Καθ’ όλη αυτή την περίοδο, η ΤτΕ συνεργάζεται διαρκώς με το Υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να συντάξει «οδικό χάρτη» σταδιακής απελευθέρωσης των περιορισμών που συνδέονται με την επίτευξη σημαντικών στόχων της ελληνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό υποβλήθηκε σήμερα στους θεσμούς πρόταση με τα παρακάτω νέα μέτρα απελευθέρωσης από τους περιορισμούς, τα οποία συνοδεύονται από σχετική τεκμηρίωση και στοχεύουν τόσο στη διευκόλυνση της λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων, όσο και στην περαιτέρω βελτίωση της κατάστασης ρευστότητας των τραπεζών, η οποία θα επηρεάσει θετικά την ψυχολογία των καταθετών, των επενδυτών και των επιχειρήσεων.
Ενδεικτικά, τα νέα μέτρα χαλάρωσης περιλαμβάνουν:
· Άρση της απαγόρευσης ανάληψης μετρητών όταν προέρχονται από νέες καταθέσεις σε μετρητά (νέο χρήμα).
· Πλήρης άρση της απαγόρευσης αποπληρωμής δανείων.
· Αύξηση του ποσοστού ανάληψης μετρητών από 10% σε 30% των ελεύθερων κεφαλαίων που προέρχονται από το εξωτερικό.
· Δυνατότητα ανάληψης μετρητών έως 840 ευρώ ανά δύο εβδομάδες.
Συγχρόνως, στόχος μας είναι η μείωση του χρόνου εκτέλεσης των εμβασμάτων στο εξωτερικό καθώς και ο περιορισμός του σχετικού κόστους που προκάλεσε η επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Στην επίτευξη αυτού του στόχου συμβάλλει σημαντικά η Επιτροπή Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία τροποποίησης των αποφάσεών της που θα προβλέπουν:
· Αύξηση στα όρια των Υποεπιτροπών των τραπεζών (έως €250χιλ/ανά πελάτη/ανά ημέρα σήμερα) καθώς και των ποσών που θα μπορούν να εκτελούνται απευθείας από τις τράπεζες χωρίς την προϋπόθεση προηγούμενης ιστορικότητας (έως €20χιλ/ανά πελάτη/ανά ημέρα σήμερα). Στόχος είναι οι επιχειρήσεις να εξυπηρετούνται το αργότερο σε χρόνο Τ+1 ώστε να μην επηρεάζεται η συναλλακτική τους εικόνα με τους συνεργάτες τους στο εξωτερικό.
· Αύξηση των ορίων στη χρήση των καρτών στο εξωτερικό με παράλληλο άνοιγμα, μέσω internet, πολλών international sites του συνόλου σχεδόν των διαδικτυακών αγορών, γεγονός που θα διευκολύνει τις συναλλαγές τόσο των νομικών όσο και των φυσικών προσώπων με αντισυμβαλλόμενους του εξωτερικού.
· Αύξηση των μηνιαίων ορίων τόσο των τραπεζών όσο και των Ιδρυμάτων Πληρωμών για την αποστολή εμβασμάτων έως 1.000 ευρώ.
Ταυτόχρονα, μετά από παρέμβαση της ΤτΕ, οι τράπεζες έχουν επιταχύνει σημαντικά τις διαδικασίες παροχής P.O.S όχι μόνο σε εμπορικές επιχειρήσεις αλλά και σε ελεύθερους επαγγελματίες, καταστήματα εστίασης κ.α., γεγονός που διευκολύνει τον καταναλωτή αλλά και προάγει την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι προμήθειες που εισπράττουν οι ελληνικές τράπεζες από τη χρήση P.O.S μεσοσταθμικά κυμαίνονται στο 1,1% του ποσού της εκάστοτε συναλλαγής αγορών έναντι αντίστοιχων μεσοσταθμικών τιμών χρεώσεων της τάξης του 1,8% στις ΗΠΑ και 1,3% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πως το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών αυτών ουσιαστικά καρπώνονται οι διεθνείς φορείς εκκαθάρισης των καρτών και όχι οι ίδιες οι τράπεζες.
Τέλος, ιδιαίτερη βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι από τους ελέγχους που πραγματοποίησε η ΤτΕ ως προς τη συμμόρφωση των τραπεζών στις νομοθετικές διατάξεις του περιορισμού κίνησης κεφαλαίων, προέκυψε πως οι Διοικήσεις και το προσωπικό των τραπεζών επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια για την εναρμόνιση των λειτουργιών τους με το κανονιστικό πλαίσιο, παρά τις ποικίλες δυσχέρειες εφαρμογής του.
Καταλήγοντας, η ΤτΕ ετοιμάζει τα επόμενα βήματα και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αυξηθεί ο ρυθμός εξομάλυνσης όσο το δυνατόν συντομότερα. Όπως έγινε μέχρι σήμερα, οι επόμενες αλλαγές θα πρέπει να είναι καλά σχεδιασμένες, ώστε, χωρίς να διαταραχθεί η ρευστότητα του συστήματος, να βελτιωθεί αποτελεσματικά η λειτουργία της οικονομίας, ενώ, με την περαιτέρω επικράτηση συνθηκών μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, να επέλθει η οριστική άρση των περιορισμών.
4. Προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και πιθανοί κίνδυνοι
Τους πρώτους μήνες του 2016 η οικονομική δραστηριότητα επηρεάστηκε αρνητικά από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων αλλά και από την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος, η οποία αρχικά αναμενόταν να ολοκληρωθεί το δ΄ τρίμηνο του 2015. Τα παραπάνω, μαζί με την αρνητική μεταφερόμενη επίδραση από το 2015, οδήγησαν στην κάμψη του ΑΕΠ για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο. Συγκεκριµένα, µετά την υποχώρηση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση κατά 1,7% και κατά 0,9% αντίστοιχα το γ’ και το δ’ τρίµηνο του 2015, η οικονοµική δραστηριότητα κινήθηκε πτωτικά το α’ τρίµηνο του 2016, τόσο σε σχέση µε το αντίστοιχο διάστηµα του προηγούµενου έτους (-1,4%) όσο και έναντι του προηγούµενου τριµήνου (-0,5%).
Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ανάκαµψη της οικονοµικής δραστηριότητας που ξεκινά από το δεύτερο εξάµηνο του 2016 και συνεχίζεται τα έτη 2017 και 2018. Συγκεκριμένα, το 2016 αναµένεται µικρή µείωση του ΑΕΠ, της τάξεως του 0,3%, και ανάπτυξη 2,5% και 3% για το 2017 και 2018 αντίστοιχα. Οι προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης το πρώτο εξάµηνο του 2016 θα επιφέρει, από το δεύτερο εξάµηνο του 2016 και µετά, σηµαντικές θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, στη µείωση της αβεβαιότητας και στη βελτίωση του οικονοµικού κλίµατος, µε σηµαντικές συνέπειες στην εξέλιξη βασικών συνιστωσών της εγχώριας ζήτησης. Βασίζεται επίσης στην υπόθεση ότι θα συνεχιστεί η διευκολυντική νοµισµατική πολιτική από την ΕΚΤ.
Όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού, προβλέπεται ότι η καθοδική πορεία των τιµών θα ανακοπεί το 2016 και θα υπάρξει σταδιακή αύξηση το 2017 και το 2018. Για το 2016 η συνεχιζόµενη ασθενική ζήτηση και οι χαµηλές τιµές του πετρελαίου αναμένεται να αντισταθμίσουν τις αυξήσεις των έµµεσων φόρων που αποφασίστηκαν πρόσφατα. Για το 2017 και το 2018 αναµένεται ελαφρά άνοδος των τιμών, ως αποτέλεσµα της αναµενόµενης ανόδου των τιµών του πετρελαίου, της σταδιακής ανάκαµψης της ζήτησης και της επίπτωσης των έµµεσων φόρων.
Η τάση αποκλιµάκωσης της ανεργίας αναµένεται να συνεχιστεί µε βραδύτερους ρυθµούς στη διάρκεια του 2016. Η αύξηση της απασχόλησης σε συνάρτηση της αναµενόµενης δυναµικής επιστροφής στην ανάπτυξη την περίοδο 2017-2018 προβλέπεται να συμβάλλει σε ταχύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας.
Ωστόσο οι κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν. Τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση.
Επίσης, τυχόν επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και το εμπόριο, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας.
Παράλληλα, εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι και αβεβαιότητες όσον αφορά την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας οι οποίοι οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην προοπτική εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνέχεια του αποτελέσματος του πρόσφατου δημοψηφίσματος. Οι κίνδυνοι αυτοί θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αφενός μέσω αρνητικών επιπτώσεων στον τουρισμό και το εμπόριο, αφετέρου μέσω της βραδύτερης του αναμενομένου αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων εξαιτίας της αποστροφής ανάληψης κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές.
Σε κάθε περίπτωση οι επιπτώσεις από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούν να αποτιμηθούν πλήρως και θα εξαρτηθούν από τις επόμενες κινήσεις της βρετανικής κυβέρνησης και τις επακόλουθες διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι όποιες επιπτώσεις από το βρετανικό δημοψήφισμα θα εξαρτηθούν από τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών κρατών και των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων όσον αφορά την προοπτική περαιτέρω ενδυνάμωσης και εμβάθυνσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
5. Βασικές προϋποθέσεις για επιστροφή σε διατηρήσιμη ανάπτυξη
Με βάση τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας και τις αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις της πρώτης αξιολόγησης, είναι βάσιμο να προβλεφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της ύφεσης και ότι στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 θα καταγραφούν σαφείς ενδείξεις ανάκαμψης. Για να μετατραπεί η ανάκαμψη αυτή σε βιώσιμη και ταχεία ανάπτυξη, απαιτούνται συγκεκριμένες και συνδυασμένες δράσεις με στόχο τη δημιουργία ενός “περιβάλλοντος ανάπτυξης”. Αυτό σημαίνει:
1ον. Εμπέδωση της εμπιστοσύνης και ενίσχυση της εκτίμησης ότι η ελληνική οικονομία έχει επανέλθει στην κανονικότητα και δεν επιφυλάσσει ανεπιθύμητες παλινδρομήσεις. Για να συμβεί αυτό, πρέπει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχει συμφωνηθεί να εφαρμόζεται με συνέπεια και συνέχεια.
2ον. Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Όπως έχει προτείνει εδώ και καιρό η Τράπεζα της Ελλάδος, ταυτόχρονα με την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η αξιοποίηση της αδρανούσας δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
3ον. Αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες που θα συνεργαστούν, αλλά και θα επιτρέψει στις τράπεζες να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Η υλοποίηση των θεσμικών παρεμβάσεων που περιγράφηκαν παραπάνω σε συνδυασμό με την ανάσχεση της ύφεσης και τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας θα έχουν ως αποτέλεσμα αρχικά τη σταθεροποίηση του λόγου μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων και στη συνέχεια την αποκλιμάκωσή του, με θετική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας.
4ον. Σταδιακή εξάλειψη των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Η υλοποίηση των σχετικών μέτρων άρσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και των συνθηκών ρευστότητας, αναμένεται να συμβάλουν στην εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών μέσω της διευκόλυνσης τόσο των επιχειρήσεων όσο και των ιδιωτών στις συναλλαγές τους.
5ον. Μεταρρυθμίσεις για τόνωση της εξωστρέφειας. Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, ενώ παράλληλα αναμένεται να διευκολύνει την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Με τη σειρά τους, οι εξελίξεις αυτές θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, ενώ θα διευρύνουν την εξαγωγική βάση και τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την υποχώρηση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι δράσεις αυτές θα προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση και τη διατηρήσιμη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
6. Συμπεράσματα
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης δημιουργεί θετικές προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το β΄ εξάμηνο του 2016. Παράλληλα, η δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων για ανάληψη δράσεων με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους σε βραχυπρόθεσμο και μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι ένα θετικό βήμα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει αναγκαία την εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και εμπροσθοβαρή ενεργοποίηση των προβλεπόμενων μέτρων διαχείρισης του δημόσιου χρέους. Κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της αξιοπιστίας και της αποδοχής των ακολουθούμενων πολιτικών, που θα συντελούσαν, ώστε να βελτιωθεί περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης και να ενδυναμωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ρεαλιστικούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης θα υποβοηθηθεί: Πρώτον, από την προώθηση, χωρίς δισταγμούς, των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που περιγράφονται στην πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς, και από την αξιοποίηση της αδρανούσας ακίνητης κρατικής περιουσίας μέσω των κατάλληλων μέτρων για τη βελτίωση των χρήσεων γης. Δεύτερον, από τη μείωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους μέσω της εφαρμογής ήπιων μέτρων μετάθεσης των λήξεων των δανείων και εξομάλυνσης της αποπληρωμής των τόκων. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας και θα απελευθερώσει πόρους για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα θα καταστήσει τους δημοσιονομικούς στόχους οικονομικά και κοινωνικά επιτεύξιμους.»