Τις προσπάθειες του Βρετανού υπουργού Οικονομικών να επηρεάσει τις αμερικανικές αρχές ώστε να επιβάλλουν ηπιότερο πρόστιμο στην HSBC φέρνει στο προσκήνιο έκθεση της εξεταστικής επιτροπής της Γερουσίας.
Αν και πρόκειται για συνήθη και διαδεδομένη πρακτική, οι παρεμβάσεις στα εσωτερικά ενός κράτους και στις αρχές από πολιτικούς παράγοντες άλλου μπορούν να καταλήξουν σε διπλωματικά επεισόδια καθώς θεωρούνται, νομικά, παραβίαση εθνικής κυριαρχίας. Ακόμη πιο επικίνδυνο είναι το ζήτημα για τον πολιτικό ή τον παράγοντα που δέχεται την «παρενόχληση» καθώς μπορεί να βρεθεί απολογούμενος για βαρύτατα αδικήματα.
Σύμφωνα με την 228 σελίδων έκθεση των Ρεπουμπλικάνων της Γερουσίας, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ βρισκόταν πολύ κοντά και στην ανάληψη νομικής δράσης κατά της HSBC καθώς η τράπεζα πιάστηκε –για πολλοστή φορά- να εμπλέκεται σε ξέπλυμα βρώμικου χρήματος από καρτέλ ναρκωτικών και παράβαση του εμπάργκο στο Ιράν, με ενδεχόμενη τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.
Η υπόθεση εξελίχθηκε το 2012 και η HSBC πλήρωσε τελικά, στα πλαίσια συμβιβασμού με τις ΗΠΑ, 1,9 δισ., εξέλιξη που θα μπορούσε να αποδοθεί στις πιέσεις από τη Βρετανία σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Αρχικά ο Γενικός Εισαγγελέας Έρικ Χόλντερ κίνησε νομικές διαδικασίες σε βάρος της HSBC, παρά το μπαράζ εισηγήσεων και παρεμβάσεων προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Στη συνέχεια όμως το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ απέσυρε τις κατηγορίες και συμφώνησε σε συμβιβασμό έναντι 1,9 δισ. Δολαρίων.
Το ιστορικό που καταγράφει η έκθεση
Στην έκθεση αναφέρεται ρητά ότι ο Τζορτζ Όζμπορν πίεζε ώστε να αποφευχθεί η ποινική διερεύνηση του θέματος, υπό το φόβο ότι μια τέτοιου βεληνεκούς υπόθεση σε βάρος της μεγαλύτερης βρετανικής τράπεζας θα είναι απρόβλεπτες επιπτώσεις τόσο στις αγορές όσο και στη χώρα.
Στη συνέχεια το θέμα απασχόλησε και τις βρετανικές αρχές με τη Financial Services Authority να αντιτίθεται στην κίνηση νομικών διαδικασιών, όπως προκύπτει από την ανταλλαγή e-mails μεταξύ των αρχών σε ΗΠΑ και Βρετανία.
Παρά τις πιέσεις ο Γενικός Εισαγγελέας, Έρικ Χόλντερ, κινήθηκε κόντρα στις εισηγήσεις των υφισταμένων του και των βρετανικών αρχών, σχηματίζοντας δικογραφία και διατυπώνοντας κατηγορητήριο σε βάρος της HSBC.
Στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 2013, ο Έρικ Χόλντερ σε κατάθεσή του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής της Γερουσίας υποστήριξε ότι κάποιες τράπεζες ήταν πολύ μεγάλες και η απόδοση δικαιοσύνης καθίστατο ουσιαστικά αδύνατη.
Η Επιτροπή της Γερουσίας κατέκρινε, στην αναφορά της, τη στάση των κρατικών υπηρεσιών απέναντι σε άλλες τράπεζες όπως η Credit Suisse, η ING και η Barclays, οι οποίες ήρθαν γρήγορα σε συμβιβασμό και δεν διώχθηκαν ποινικά.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά ο Τζόρτζ Όζμπορν έστειλε επιστολή στον επικεφαλής της Fed, Μπεν Μπερνάνκι και οποίο κοινοποίησε και στον ομόλογό του, υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, όπου ανέφερε ότι: Οι αμερικανικές αρχές κίνησαν διαδικασίες ποινικής δίωξης για την επίσης βρετανική Standard Chartered που είχαν σαν αποτέλεσμα την υποχώρηση της μετοχής κατά 30% στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Παράλληλα υποστήριξε ότι οι βρετανικές τράπεζες γίνονταν στόχος των διωκτικών αρχών –αδίκως- εγείροντας θέμα κυβερνητικής δυσαρέσκειας στη Βρετανία.