Σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης κήρυξε την Τουρκία για τρεις μήνες ο Ταγίπ Ερντογάν μετά από τη σύσκεψη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και του υπουργικού Συμβουλίου στην Άγκυρα. Ο Τούρκος πρόεδρος παραμερίζοντας τον πρωθυπουργό Μπιναλί Γιλντιρίμ πήρε επάνω του όλο το ζήτημα και τις ανακοινώσεις κάνοντας επίδειξη δύναμης και καθιστώντας σαφές πως το πολίτευμα της χώρας βαίνει ολοταχώς για αλλαγή από κοινοβουλευτική σε προεδρική Δημοκρατία.
Σε συνέντευξη που έδωσε στο αραβικό τηλεοπτικό δίκτυο Al Jazeera, υποστήριξε ότι οι συνωμότες να έχουν και άλλα σχέδια, θέλοντας προφανώς να δικαιολογήσει την απόφαση να θέσει τη χώρα στο κατάταση εκτάκτου ανάγκης για τρεις μήνες ακόμα.
Η απόφαση αυτή του Ταγίπ Ερντογάν προφανώς και μπορεί να έχει ουσιαστικές βάσεις σε επίπεδο εθνικής ασφάλειας καθω΄ς αντιμετωπίζει απειλές εκ των έσω καθώς και τρομοκρατικές, ωστόσο είναι σαφές ότι θα χρησιμοποιηθεί για να περάσει νόμους και μεταρρυθμίσεις με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς να δίδεται δικαίωμα αντίδρασης, ενώ ο ίδιος θα έχει απόλυτη εξουσία και τα ήδη περιορισμένα ατομικά δικαιώματα θα καταπνιγούν.
Αίσθηση προκάλεσε για ακόμη μια φορά η υπόνοια ότι στο πραξικόπημα μπορεί να εμπλέκονται και άλλες χώρες, χωρίς ωστόσο να τις κατονομάσει.
Στη συνέντευξή του, η οποία πραγματοποιήθηκε παράλληλα με τη συνεδρίαση του τουρκικού υπουργικού συμβουλίου (εξ ου και οι αρκετές διακοπές που έγιναν στη ζωντανή μετάδοση, καθώς ο Ερντογάν χρειάστηκε να μιλήσει τηλεφωνικώς με τους υπουργούς του), ο Τούρκος πρόεδρος έκανε ειδική αναφορά στις επικρίσεις που έχει δεχθεί εξαιτίας της «εκκαθάρισης» μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.
Συγκεκριμένα, χαρακτήρισε ως παράλογες τις επικρίσεις που δέχεται, τονίζοντας ότι και η Γαλλία είχε προβεί σε μαζικές συλλήψεις έπειτα από τα τρομοκρατικά χτυπήματα που δέχθηκε τους περασμένους μήνες.
Επισήμανε επίσης πως μια μειοψηφία των ενόπλων δυνάμεων ενεπλάκη στο αποτυχημένο πραξικόπημα, επισημαίνοντας όμως πως δεν είναι ξεκάθαρο πόσοι ακριβώς άνθρωποι συμμετείχαν στην απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης.
Αναφορικά με τη σχέση της χώρας του με τις ΗΠΑ και τον τρόπο που αναμένεται να επηρεαστεί σε ενδεχόμενη άρνηση της αμερικανικής κυβέρνησης να εκδώσει τον Γκιουλέν, τον άνθρωπο που ο ίδιος θεωρεί υπεύθυνο για το πραξικόπημα, ανέφερε ότι η διπλωματία δεν πρέπει να επηρεάζεται από το συναίσθημα αλλά από τη λογική. Ειδικότερα, δήλωσε πως δεν επιθυμεί να συνδέσει το θέμα της χρήσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής της τουρκικής αεροπορικής βάσης Ιντσιρλίκ με το αίτημα της Άγκυρας για έκδοση του μουσουλμάνου ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, που ζει αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ.
«Η αλληλεγγύη πρέπει να συνεχιστεί. Μας συνδέουν πολλά με τις ΗΠΑ και είμαι αισιόδοξος ότι θα πάρουν τη σωστή απόφαση», τόνισε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ωστόσο ότι θα «ήταν μεγάλο λάθος» αν η αμερικανική κυβέρνηση αρνηθεί να εκδώσει τον ιεροκήρυκα.
Αναφορικά με τη βραδιά του πραξικοπήματος, ο Ερντογάν ανέφερε ότι ενημερώθηκε για αυτό από τον γαμπρό του, ενώ ερωτηθείς γιατί κατέφυγε στα social media τη βραδιά του πραξικοπήματος, ενώ τα έχει «πολεμήσει» στο παρελθόν, απάντησε ότι ποτέ δεν ήταν ενάντια στα ΜΜΕ, «παρά το γεγονός ότι έχουν προσβάλλει επανειλημμένα εκείνον και την οικογένειά του. «Πάντα υποστήριζα την ελευθερία της έκφρασης στην Τουρκία», ανέφερε ο Τούρκος πρόεδρος, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς ότι γίνεται αυταρχικός και ότι η δημοκρατία στη χώρα του απειλείται. «Θα παραμείνουμε εντός του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος, δεν θα απομακρυνθούμε καθόλου από αυτό», τόνισε.